Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρια
4 εγγραφές [1 - 4]
άρια η [ária] Ο27 : μουσική σύνθεση για μια φωνή (σόλο) με οργανική συνοδεία (κυρ. στην όπερα).

[λόγ. αντδ. < ιταλ. aria < λατ. aera < αρχ. ἀέρα, αιτ. του ἀήρ (δες στο αέρας)]

αριάνι το [arjáni] Ο44 : 1.(λαϊκότρ.) ξινόγαλο. || γιαούρτι αραιωμένο με νερό. || (επέκτ., κυρ. για υγρά): H σούπα έγινε ~, πολύ αραιή. 2. αραιή διάλυση τσιμέντου.

[τουρκ. ayran με μετάθ. του ημιφ.]

άριος -α -ο [ários] Ε6 λόγ. θηλ. και αρία : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Άριους: Άρια φυλή, οι λαοί που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή ομοεθνία, και γενικά οι λευκοί λαοί ιδίως του βορρά: Kατέρρευσαν οι θεωρίες για την υπεροχή της αρίας φυλής.

[λόγ. επίθ. < ουσ. Άρι(ος) -ος]

αρύς -ιά -ύ [arís] Ε7 : (λαϊκότρ.) αραιός. αριά ΕΠIΡΡ κυρίως στην έκφραση ~ και πού*.

[μσν. αρύς < αρχ. ἀρ(αιός) μεταπλ. κατά τα επίθ. σε -ύς: βαρύς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες