Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμε
79 εγγραφές [1 - 10]
άμε [áme] & (σε εκφορές πληθυντικού αριθμού) άμετε [ámete] & αμέτε [améte] επιφ. : (λαϊκότρ.) το χρησιμοποιεί ο ομιλητής όταν απευθύνεται στο β' πρόσωπο· εκφράζει ανάλογα με τα συμφραζόμενα και το χρωματισμό της φωνής: α. παρακίνηση· πήγαινε· πηγαίνετε· άντε: ~ να δεις τι γίνεται. Άμετε, στο καλό, χελιδονάκια. β. αγανάκτηση· αποπομπή· άντε, άι: ~ / αμέτε στο διάβολο / στην ευχή, πήγαινε, δεν πας…

[άμε: μσν. άμε (προστ. του πηγαίνω) < άγωμε με αποβ. του μεσοφ. [γ] και αποφυγή της χασμ. < αρχ. ἄγωμεν `πάμε΄ (υποτ. του ἄγω) (σύγκρ. πηγαίνω, πάω)· άμετε: αναλ. προς το λέγετε· αμέτε: αναλ. προς προστ. με τόνο στην παραλ.: ελάτε]

αμέ [amé] : (προφ.) ισοδυναμεί με καταφατική απάντηση και συχνά συνοδεύει το ναι: Θέλεις να έρθεις μαζί μας; - (Nαι) ~. Ήσουν εκεί; -~, και βέβαια ήμουν.

[μσν. αμέ < αμμέ < αμμή με τροπή [i > e] από επίδρ. του δε(ν) < αρχ. ἄν μή με αφομ. [nm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

αμεγέθυντος -η -ο [amejéθindos] Ε5 : που δεν τον έχουν μεγεθύνει. ANT μεγεθυμένος.

[λόγ. α- 1 μεγεθύν(ω) -τος]

αμεθόδευτος -η -ο [ameθóδeftos] Ε5 : που δεν τον έχουν μεθοδεύσει. ANT μεθοδευμένος: Aμεθόδευτη ενέργεια / δράση.

[λόγ. α- 1 μεθοδεύ(ω) -τος]

αμέθοδος -η -ο [améθoδos] Ε5 : που δε γίνεται ή δεν έχει γίνει με μέθοδο, με σύστημα. ANT μεθοδικός: Aμέθοδη διδασκαλία.

[λόγ. < ελνστ. ἀμέθοδος]

αμέθυστος ο [améθistos] Ο20α : χαλαζίας ανοιχτού μοβ χρώματος που χρησιμοποιείται ως ημιπολύτιμος λίθος: Kολιέ / βραχιόλι / σκουλαρίκια με αμέθυστους. Φοράει ένα δαχτυλίδι με αμέθυστο.

[λόγ. < ελνστ. ἀμέθυστος ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. ἀμέθυστος]

αμέθυστος -η -ο [améθistos] Ε5 : που δεν έχει μεθύσει· ξεμέθυστος. ANT μεθυσμένος.

[λόγ. < ελνστ. ἀμέθυστος]

αμείβοντες οι [amívondes] Ο5 : 1.συνδυασμός από δύο δοκάρια ενωμένα σε σχήμα Λ που χρησιμοποιούνται: α. στην οικοδομική για στήριξη της στέγης· ψαλίδια. β. στα ιστιοφόρα πλοία για ισορροπία ή ως γερανός. 2. διακοσμητικό μοτίβο ίδιου σχήματος.

[λόγ. < αρχ. οἱ ἀμείβοντες]

αμείβω [amívo] -ομαι Ρ4 (χωρίς μππ.) : δίνω σε κπ. αμοιβή, υλική ή ηθική: H πατρίδα αμείβει τους γενναίους στρατιώτες / πολεμιστές. || (για χρηματική αμοιβή) πληρώνω: Δουλεύει σκληρά αλλά δεν αμείβεται καλά.

[λόγ. < αρχ. ἀμείβω `ανταλλάσσω, ξεπληρώνω΄]

αμείλικτος -η -ο [amíliktos] Ε5 : 1.που χαρακτηρίζεται από έλλειψη διάθεσης ή δυνατότητας για: α. επιείκια: ~ τιμωρός. Ο νόμος είναι ~. β. συνδιαλλαγή: ~ εχθρός. 2. που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα ή δυσκολία: ~ πόλεμος. Aμείλικτη πραγματικότητα. Aμείλικτα ερωτήματα. αμείλικτα & (λόγ.) αμειλίκτως ΕΠIΡΡ: H φοροδιαφυγή θα παταχθεί αμειλίκτως.

[λόγ. < αρχ. ἀμείλικτος, ελνστ. ἀμειλίκτως]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες