Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλευρο
8 εγγραφές [1 - 8]
άλευρο το [álevro] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : το αλεύρι, όταν αναφερόμαστε στη βιομηχανική παραγωγή ή στην εμπορική του χρήση: Aυξήθηκε η τιμή των αλεύρων. Εξαγωγή / εισαγωγή αλεύρων. Άλευρα πρώτης ποιότητας.

[λόγ. < αρχ. ἄλευρον (συνήθ. πληθ. ἄλευρα)]

αλευρο- [alevro] & αλευρό- [alevró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αλευρ- [alevr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. αλεύρι ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. σε σύνθετα ουσιαστικά: α. προσδιοριστικά: αλευραποθήκη, αλευρέμπορος, αλευρόκολλα. β. αντικειμενικά: ~ποιός, ~πώλης. 2. σε σύνθετα επίθετα: ~ειδής, αλευρούχος.

[ελνστ. & λόγ. < ελνστ. ἀλευρ(ο)- θ. του αρχ. ουσ. ἄλευρο(ν) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀλευρο-ποιῶ `μετατρέπω σε αλεύρι΄, μσν. αλευ ρο-ποιία]

αλευροβιομηχανία η [alevroviomixanía] Ο25 : βιομηχανία παρασκευής αλεύρων.

[λόγ. αλευρο- + βιομηχανία]

αλευροβιομήχανος ο [alevroviomíxanos] Ο20α : ιδιοκτήτης αλευροβιομηχανίας.

[λόγ. αλευρο- + βιομήχανος]

αλευρόκολλα η [alevrókola] Ο27α : κόλλα που γίνεται με αλεύρι και νερό.

[αλευρο- + κόλλα]

αλευρόμυλος ο [alevrómilos] Ο20 : 1.μηχάνημα ή σύστημα μηχανημάτων που αλέθουν τα σιτηρά και τα μετατρέπουν σε άλευρα. 2. κτιριακές εγκαταστάσεις με τα παραπάνω μηχανήματα.

[αλευρο- + μύλος]

αλευροποιία η [alevropiía] Ο25 : 1.η παραγωγή αλεύρων. 2. βιομηχανία παραγωγής αλεύρων.

[λόγ. < μσν. αλευροποιία < αλευρο- + -ποιία]

αλευρούχος -α / -ος -ο [alevrúxos] Ε14 : που περιέχει αλεύρι.

[λόγ. αλευρ(ο)- + -ούχος μτφρδ. γαλλ. farineux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες