Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγνωρος -η -ο
1 εγγραφή
άγνωρος -η -ο [áγnoros] Ε5 : (λογοτ.) 1. που δεν τον αναγνωρίζουν εξαιτίας ξαφνικής και ριζικής αλλαγής· αγνώριστος: ~ κατάντησε απ΄ τα βάσανα και τις αρρώστιες. 2. άγνωστος, μη γνώριμος: Άγνωροι τόποι. Άγνωρα χώματα. Άγνωρες ηδονές.

[α- 1 γνώρ(α) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες