Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΧΉΡΟΣ
1 εγγραφή
χήρα η [xíra] Ο25 αρσ. χήρος [xíros] Ο18 : γυναίκα της οποίας ο άντρας έχει πεθάνει: Έμεινε νέα ~, αλλά δεν ξαναπαντρεύτηκε. Είναι η ~ του τάδε. Οι χήρες και τα ορφανά, ως χαρακτηριστική κατηγορία ατόμων που έχουν ανάγκη από προστασία. Ο οβολός της χήρας, για να δηλώσουμε ελάχιστη οικονομική εισφορά, δοσμένη όμως από το υστέρημα. Εύθυμη ~, ειρωνικά, για γυναίκα που δεν κρατάει πένθος για τον άντρα της. ΦΡ (κάνει) σαν τη ~ στο κρεβάτι, για κπ. που βιάζεται πολύ, που αδημονεί για κτ. ΠAΡ Kλαίν΄* οι χήρες, κλαίν΄ κι οι παντρεμένες. || (ως επίθ.): ~ γυναίκα.

[αρχ. χήρα· αρχ. χῆρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες