Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Συνέργεια
1 εγγραφή
συνέργεια η [sinérjia] Ο27 & συνεργία η [sinerjía] Ο25 : 1.(νομ.) προμελε τημένη βοήθεια που παρέχουν δύο ή περισσότερα άτομα στην προπαρα σκευή ή στην εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης: Aπλή / άμεση ~. (έκφρ.) διαβολική ~, για κτ. τόσο δυσάρεστο που μόνο μια διαβολική βοήθεια θα το δικαιολογούσε. 2. (επιστ.) συνδυασμένη δράση πολλών παραγόντων.

[λόγ. < ελνστ. συνέργεια, αρχ. συνεργία `συνεργασία΄ κατά τη σημ. του συνεργός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες