Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΣΚΑΝ
25 εγγραφές [1 - 10]
σκανάρισμα το [skanárizma] Ο49 : (πληροφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκανάρω: ~ κειμένου / εικόνας.

[σκαναρισ- (σκανά ρω) -μα]

σκανάρω [skanáro] -ομαι Ρ6 : (πληροφ.) εισάγω μια εικόνα ή ένα κείμενο σε ηλεκτρονικό υπολογιστή περνώντας τα από σκάνερ: Οι εικόνες σκανάρονται, υφίστανται επεξεργασία και στη συνέχεια εκτυπώνονται. Είναι πολύ πιο εύκολο να σκανάρεις ένα κείμενο παρά να το πληκτρολογήσεις από την αρχή.

[αγγλ. scan -άρω]

σκανδάλη η [skanδáli] Ο30α : εξάρτημα του μηχανισμού των πυροβόλων όπλων, που ενεργοποιεί τον επικρουστήρα, όταν ο σκοπευτής το πιέζει με το δάχτυλο ή το τραβά με το χέρι: Πιέζω / πατάω / τραβάω τη ~. Mε το δάχτυλο στη ~, και ως έκφραση, πανέτοιμος για δράση, για επίθεση.

[λόγ. < ελνστ. σκανδάλη `στήριγμα που ενεργοποιεί την παγίδα΄ σημδ. του λαϊκού σκαντάλι (υποκορ. του ελνστ. σκανδάλη (προφ. [nd] )) `στήριγμα παγίδας, σκανδάλη όπλου΄]

σκανδαλιά η [skanδalá] & σκανταλιά η [skandalá] Ο24 : οι μικρές αταξίες των παιδιών: Ο μικρός είναι όλο σκανδαλιές. || Όχι σκανταλιές!, μικροπονηριές που σκοπό έχουν να ξεγελάσουν ή να παραπλανήσουν.

[-ντ-: σκάνταλ(ο) -ιά· -νδ-: λόγ. επίδρ.]

σκανδαλιάρης -α -ικο [skanδaláris] & σκανταλιάρης -α -ικο [skandaláris] Ε9 : για μικρό παιδί που κάνει σκανταλιές, που είναι άτακτο, υπερβολικά ζωηρό. || ως τρυφερός χαρακτηρισμός ανθρώπου που του αρέσουν τα πειράγματα και τα αστεία. || (ως ουσ.).

[-ντ-: σκάνταλ(ο) -ιάρης· -νδ-: λόγ. επίδρ.]

σκανδαλιάρικος -η -ο [skanδalárikos] & σκανταλιάρικος -η -ο [skandalárikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σκανδαλιάρη.

[-ντ-: σκανταλιάρ(ης) -ικος· -νδ-: λόγ. επίδρ.]

σκανδαλίζω [skanδalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. με τα λόγια, τις πράξεις και γενικά τη συμπεριφορά μου προκαλώ το κοινό αίσθημα περί ηθικής· σοκάρω: H προβολή ταινίας για την ερωτική ζωή του Iησού σκανδάλισε τους πιστούς. Mε την προκλητική της εμφάνιση σκανδάλιζε τους γείτονες. || Σκανδαλίστηκα από τη στάση του σ΄ αυτή την υπόθεση. 2. παρακινώ, προτρέπω σε μια μικροαπόλαυση, που για κάποιο λόγο είναι απαγορευμένη· βάζω σε πειρασμό: Tι με σκανδαλίζεις μ΄ αυτά τα φαγητά, αφού ξέρεις πως κάνω δίαιτα;

[λόγ. < ελνστ. σκανδαλίζω `κάνω κπ. να σκοντάψει΄ μτφρδ. (ελνστ.) από τα αραμ., κατά τη σημ. της λ. σκάνδαλο]

σκανδαλισμός ο [skanδalizmós] Ο17 : η ενέργεια του σκανδαλίζω.

[λόγ. < ελνστ. σκανδαλισμός]

σκανδαλιστικός -ή -ό [skanδalistikós] Ε1 : για θέαμα, ακρόαμα, δημοσίευμα και γενικά για συμπεριφορά που σκανδαλίζει, που προκαλεί το κοι νό αίσθημα περί ηθικής: H ταινία θεωρήθηκε ιδιαίτερα σκανδαλιστι κή. || που βάζει σε πειρασμό, ιδίως για απαγορευμένες μικροαπολαύσεις: Tι σκανδαλιστικό γλυκό είναι αυτό!

[λόγ. σκανδαλισ- (σκανδαλίζω) -τικός]

σκάνδαλο το [skánδalo] Ο40 : αναστάτωση ή ανωμαλία που προκαλείται από λόγια, πράξεις, συμπεριφορά ή γεγονότα που έρχονται σε σύγκρου ση με τους νόμους της ηθικής, της ευπρέπειας, της αιδούς κτλ.: Δημιουργήθηκε σοβαρό ~. Είμαι / γίνομαι αιτία σκανδάλου. Tο ~ πήρε μεγάλες διαστάσεις. ΦΡ η πέτρα* του σκανδάλου. || πράξη, λόγος, συμπεριφορά ή γεγονός που προκαλεί αποδοκιμασία, αγανάκτηση, αποστροφή, επειδή έρχεται σε σύγκρουση με τους νόμους της ηθικής, της ευπρέπειας, της αιδούς κτλ.: Aυτό το φιλμ είναι πραγματικό ~! Είναι ~ να κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος! || υπόθεση, συμβάν, γεγονός που έρχεται σε σύγκρου ση με την τρέχουσα ηθική και προκαλεί την αποδοκιμασία αλλά και το έντονο ενδιαφέρον και την περιέργεια της κοινής γνώμης, καθώς έχουν εμπλακεί σ΄ αυτό πρόσωπα που θεωρούνταν ευυπόληπτα: Πολιτικό / κοινωνικό / οικονομικό / δικαστικό ~.

[λόγ. < ελνστ. σκάνδαλον, αρχική σημ.: `παγίδα για τον εχθρό΄ (δες και σκανδαλίζω)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες