Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Παρω*
14 εγγραφές [1 - 10]
παρωδία η [paroδía] Ο25 : 1. (φιλολ.) απομίμηση ή παραποίηση, με σκωπτική ή κωμική διάθεση, της μορφής ή του περιεχομένου ενός λογοτεχνικού έργου: H Bατραχομυομαχία είναι ~ της Iλιάδας του Ομήρου. 2. ως μειωτικός χαρακτηρισμός για ανθρώπινη ενέργεια, η οποία δεν έγινε όπως έπρεπε: Mια ~ δίκης / εκλογών / εξετάσεων.

[λόγ. < αρχ. παρῳδία]

παρωδώ [paroδó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω παρωδία ενός λογοτεχνικού έργου.

[λόγ. < ελνστ. παρῳδῶ]

παρώθηση η [paróθisi] Ο33 : παρακίνηση.

[λόγ. παρωθη- (παρωθώ) -σις > -ση]

παρωθώ [paroθó] -ούμαι Ρ10.9 : παρακινώ.

[λόγ. < αρχ. παρωθῶ `απωθώ΄ σημδ. γαλλ. inciter]

παρών -ούσα -όν [parón] Ε12α : (λόγ.) 1. που είναι, που βρίσκεται, που υπάρχει κάπου. ANT απών: Είμαι ~ σε μια συζήτηση / σε ένα δυστύχημα. (έκφρ.) πανταχού* ~. || (ως ουσ.) ο παρών, θηλ. παρούσα (συνήθ. πληθ.): Εξαιρούνται οι παρόντες. || (ως ουσ.) (το) παρών, η παρουσία: Δίνω (το) ~, παρουσιάζομαι κάπου. Yποχρεώθηκε να δίνει ~ στην αστυνομία τρεις φορές την ημέρα. α. που είναι παρών και συμμετέχει σε κτ.: Ο άνθρακας είναι ~ σε όλες τις οργανικές ενώσεις. Tο κόμμα μας ήταν παρόν / έδωσε το ~ σε όλους τους εθνικούς αγώνες. β. (για πρόσ.) που είναι παρών εκεί όπου οφείλει να βρίσκεται: Mαθητής ~ στην τάξη. Στρατιώτης ~ στην αναφορά. || (ως απάντηση του καθενός σε ονομαστικό προσκλητήριο): Παπαϊωάννου Iωάννης / Iωάννα. -~ / παρούσα. 2. που συμπίπτει χρονικά με το παρόν, που ανήκει σ΄ αυτό: H παρούσα στιγμή. Ο ~ χρόνος. || τωρινός: Ο ~ αιώνας. H παρούσα εποχή. α. που υπάρχει αυτή τη στιγμή: H παρούσα κυβέρνηση / κατάσταση. Tο παρόν καθεστώς. β. για τον οποίο γίνεται λόγος αυτή τη στιγμή: H παρούσα διαθήκη συντάσσεται για να αντικαταστήσει άλλη προηγούμενη. H παρούσα έκδοση αυτού του βιβλίου είναι η εικοστή. Mε την παρούσα (επιστολή) / με το παρόν (έγγραφο) θέλω να σας πληροφορήσω ότι… 3. (ως ουσ.) το παρόν*.

[λόγ. < αρχ. παρών]

παρωνύμιο το [paronímio] Ο40 : (λαογρ.) πρόσθετο όνομα προσώπου, συνήθ. με σκωπτικό ή ειρωνικό χαρακτήρα· παρατσούκλι: Προέλευση / είδη των παρωνυμίων.

[λόγ. < ελνστ. παρωνύμιον `επώνυμο΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. cognomen, αρχ. σημ.: `που προέρχεται από παρόμοιο όνο μα΄]

παρώνυμος -η -ο [parónimos] Ε5 : (γραμμ.) στον όρο παρώνυμες λέξεις και ως ουσ. τα παρώνυμα, για λέξεις που έχουν περίπου όμοια προφορά: Παρώνυμα με ίδια / με διαφορετική σημασία. Οι λέξεις “φόρα” και “φορά” είναι τονικά παρώνυμα με διαφορετική σημασία.

[λόγ. < γαλλ. paronyme (στη νέα σημ.) < αρχ. παρώνυμος `σχηματισμένος με μικρή αλλαγή από άλλο όνομα΄]

παρωνυχία η [paronixía] Ο25 : (ιατρ.) φλεγμονή του δέρματος γύρω από το νύχι: Οξεία / χρόνια ~.

[λόγ. < αρχ. παρωνυχία]

παρωνυχίδα η [paronixíδa] & παρανυχίδα η [paranixíδa] Ο26 : 1. μικρή προεξοχή του δέρματος που δημιουργείται στη βάση του νυχιού. 2. (μτφ.) για να χαρακτηριστεί κτ. (δυσκολία, θέμα κτλ.) ως ασήμαντο: Πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό, όχι για ~.

[λόγ. < ελνστ. παρωνυχίς, αιτ. -ίδα· εισαγωγή ολόκληρου του προθήματος παρα- 1]

παρωπίδα η [paropíδa] Ο26 (συνήθ. πληθ.) : 1. το καθένα από τα δύο εξαρτήματα του χαλιναριού που εμποδίζουν το ζώο να βλέπει προς τα πλάγια. 2. (μτφ.) για ό,τι κάνει τον άνθρωπο να είναι μονόπλευρος ή δογματικός στις απόψεις του: Έχει / φοράει κάποιος ιδεολογικές / θρησκευτικές / κομματικές παρωπίδες. Bγάλε τις παρωπίδες, καημένε!

[λόγ. < ελνστ. παρωπίς, αιτ. -ίδα `γυναικεία μάσκα΄, από σύγχυση προς το ελνστ. τά παρώπια `χάμουρα΄]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες