Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Παρακάμπτω
1 εγγραφή
παρακάμπτω [parakámpto] -ομαι Ρ αόρ. παρέκαμψα και (προφ.) παράκαμψα, απαρέμφ. παρακάμψει, παθ. αόρ. παρακάμφθηκα, απαρέμφ. παρακαμφθεί : 1. προσπερνώ, αποφεύγω κτ. (ένα φυσικό εμπόδιο, ένα τμή μα δρόμου, έναν τόπο κτλ.) με κατάλληλες κινήσεις (ελιγμούς, λοξοδρομήσεις κτλ.): Ο δρόμος παρακάμπτει το βουνό / την πόλη. Πήραμε έναν αγροτικό δρόμο, για να παρακάμψουμε το κομμάτι της Εθνικής με το κατεστραμμένο οδόστρωμα. || (για πλοία): ~ ακρωτήριο, παραπλέω, το προσπερνώ πλέοντας γύρω από αυτό· καβατζάρω1. 2. (μτφ.) αποφεύγω, ξεπερνώ με κατάλληλο τρόπο, με επιδέξιο χειρισμό ένα εμπόδιο, μια δυσκολία, ένα πρόβλημα: Παρέκαμψαν προσωρινά το πρόβλημα αλλά δεν το έλυσαν. Παρακάμφθηκαν τα εμπόδια / οι δυσκολίες στις σχέσεις μετα ξύ των δύο χωρών. Για να γίνει διευθυντής παρακάμφθηκε η ιεραρχία, ξεπεράστηκε ανορθόδοξα, παραβιάστηκε.

[λόγ. < ελνστ. παρακάμπτω `αποφεύγω στρίβοντας στο πλάι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες