Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Παραβλέπω
2 εγγραφές [1 - 2]
παραβλέπω 1 [paravlépo] -ομαι Ρ αόρ. παρέβλεψα και (οικ.) παράβλε ψα, απαρέμφ. παραβλέψει, παθ. αόρ. παραβλέφθηκα, απαρέμφ. παραβλεφθεί : προσποιούμαι ότι δε βλέπω κτ., ανέχομαι κτ., δείχνομαι επιεικής, αδιαφορώ για κτ., δε δίνω μεγάλη σημασία: Tα λάθη είναι τόσο σοβαρά, που δεν μπορεί να τα παραβλέψει κανείς. Mην είσαι τόσο αυστηρός, παράβλεπε λιγάκι.

[λόγ. < ελνστ. παραβλέπω, αρχ. σημ.: `βλέπω σφαλερά΄]

παραβλέπω 2, -ομαι Ρ αόρ. παραείδα, απαρέμφ. παραδεί, παθ. αόρ. παραειδώθηκα, απαρέμφ. παραϊδωθεί, μππ. παραϊδωμένος : α. βλέπω, συναντώ κπ. πάρα πολύ συχνά: Παραειδωθήκαμε τώρα τελευταία. β. συνήθ. στην εκφορά βλέπω και ~, βλέπω πολύ καλά.

[παρα- 2 + βλέπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες