Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ορειβατικό
1 εγγραφή
ορειβατικός -ή -ό [orivatikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ορειβασία ή στον ορειβάτη: ~ σύλλογος. || (στρατ.) Ορειβατι κό πυροβολικό, είδος πυροβολικού· ορεινό.

[λόγ. ορειβάτ(ης) -ικός (διαφ. το ελνστ. ὀρειβατικός `που αναφέρεται σε ορεινό ταξίδι΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες