Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Νοματαίο
1 εγγραφή
νομάτοι οι [nomáti] Ο μόνο στην ονομ., οι άλλες πτώσεις από τον τύπο νοματαίοι & νοματαίοι οι [nomatéi] Ο18 : (λαϊκότρ.) άνθρωποι, άτομα: Στο κτήμα του δουλεύουν πάνω από δέκα ~. Έχει να ταΐσει πέντε νοματαίους.

[μσν. ονομάτοι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ὀνόματα, τά `ονόματα ανθρώπων, άνθρωποι΄ νέα ονομ. οι ονομάτοι με βάση τον κοινό τύπο της γεν. των ονομάτων· νομάτ(οι) -αίοι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες