Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ*
3.027 εγγραφές [1 - 10]
αιματο- [emato] & αιματό- [emató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αιματ- [emat], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & (λαϊκότρ.) ματο- [mato] & ματό- [mató], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό· (βλ. σημ. I1) : το ουσ. αίμα ως α' συνθετικό: I1. σε σύνθετα ρήματα και ρηματικά παράγωγα: ~βαμμένος και ματοβαμμένος, αιματόβρεχτος και ματόβρεχτος, αιματοκυλισμένος, αιματόπνιχτος· ~βάφω, ~κυλώ, ~ποτίζω· ~κύλισμα, ~χυσία. 2. (ιατρ.) σε σύνθετα κυρίως ουσιαστικά· συχνά εναλλάσσεται με το αιμο-1: ~διαγνωστική, αιματέμεση, ~σπορίδια και αιμοσπορίδια, ~ποίηση και αιμοποίηση, ~καλλιέργεια, ~θεραπεία, ~κύστη. || φανερώνει παθολογική συγκέντρωση αίματος στο σημείο του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~θώρακας, ~περιτόναιο, ~σαλπιγγία. II. σε αντικειμενικά σύνθετα ουσιαστικά: ~ρούφης, ~πότης.

[I1, II: αρχ. αἱματ(ο)- < θ. αἱματ- του ουσ. αxμα -ο- ως α' συνθ.: αρχ. αἱματο-ρρόφος `που πίνει αίμα΄, μσν. αιματο-κυλώ· I2: λόγ. < ελνστ. αἱματο-: ελνστ. αἱματο-ποιητικός `που δημιουργεί αίμα΄ & διεθ. h(a)emat(o)- < ελνστ. αἱματο-: αιματο-κρίτης < διεθ. haemato- + -crit· μσν. ματο- < αιματο- με αποβ. του αρχικού άτ. φων.: μσν. ματο-κυλώ]

αμασχάλη η [amasxáli] & αμασκάλη η [amaskáli] & μασκάλη η [maskáli] Ο30α : (λαϊκότρ.) η μασχάλη.

[αμασχ-: λόγ. επίδρ. στο αμασκάλη· αμασκ-: μσν. αμασκάλη < αμασχάλη με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < αρχ. μασχάλη με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-ma > miama > mi-ama] · μασκ-: μσν. μασκάλη < αρχ. μασχάλη με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] ]

βαμβακένιος -α -ο [vamvakéos] & μπαμπακένιος -α -ο [babakéos] Ε4 : (προφ.) που είναι κατασκευασμένος από βαμβάκι.

[λόγ. επίδρ. στο μπαμπακένιος < μπαμπάκ(ι) -ένιος]

βαμβακερός -ή -ό [vamvakerós] & μπαμπακερός -ή -ό [babakerós] Ε1 : που είναι κατασκευασμένος από βαμβάκι: Bαμβακερό ύφασμα. Bαμβακερές κάλτσες / μπλούζες / κλωστές. || (ως ουσ.) τα βαμβακερά, είδη κατασκευασμένα από βαμβακερό ύφασμα: Tα βαμβακερά θέλουν προσοχή στο πλύσιμο.

[μπαμπ-: μσν. βαμπακερός με ολική αφομ. προς το [mb] < βαμπάκ(ι) -ερός· βαμβ-: λόγ. επίδρ.]

βαμβάκι το [vamváki] & μπαμπάκι το [babáki] Ο44 : 1. λευκή ινώδης ύλη που παράγεται από το ομώνυμο φυτό και χρησιμοποιείται, κατάλληλα επεξεργασμένη, στην κλωστοϋφαντουργία, στη φαρμακευτική και για οικιακή χρήση: Aκρίβυναν τα βαμβακερά μετά την αύξηση της τιμής του βαμβακιού. Πάρε ένα πακέτο ~. Kαθάρισα την πληγή με λίγο ~ και νερό. ΦΡ σφάζει με το ~, για κπ. που λέει σκληρά λόγια ή ασκεί αυστηρή κριτική με ήπιο και μαλακό τρόπο. 2. το φυτό από το οποίο παράγεται το βαμβάκι· βαμβακιά: Xωράφια φυτεμένα με ~. Tα μπαμπάκια πήγαν καλά φέτος. βαμβακάκι το YΠΟKΟΡ.

[βαμβ-: λόγ. επίδρ. στα βαμπάκι, μπαμπάκι (πρβ. μσν. βαμβάκι(ο)ν)· μπαμπ-: < βαμπάκι με ολική αφομ. προς το [mb] ]

βαμβακιά η [vamvaká] & μπαμπακιά η [babaká] Ο24 : το φυτό που παράγει το βαμβάκι· βαμβάκι2.

[μπαμπ-: μπαμπάκ(ι) -ιά· βαμβ-: λόγ. επίδρ.]

βαμβακο- [vamvako] & βαμβακό- [vamvakó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & βαμβακ- [vamvak], συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & μπαμπακο- [babako] & (λαϊκότρ.) βαμπακο- [vambako] : το ουσ. βαμβάκι ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. 1. συνήθ. δηλώνει ότι το β' συνθετικό: α. αναφέρεται στο βαμβάκι, είναι κατάλληλο, ειδικό γι΄ αυτό: βαμβακαγορά, ~ϋφαντουργία· ~καλλιέργεια, ~παραγωγή, ~φυτεία, καλλιέργεια, παραγωγή κτλ. βαμβακιού· ~κλωστήριο, ~μηχανή, κλωστήριο κτλ. ειδικά για το βαμβάκι. || ~φυτεία, μπαμπακοχώραφο. β. αποτελείται από βαμβάκι: βαμβακόδεμα, ~στιβάδα. γ. προέρχεται από το βαμβάκι: βαμβακέλαιο. 2. σε σύνθετα επίθετα: ~μάλλινος, ~μέταξος, για ύφασμα βαμβακερό και μάλλινο κτλ. || βαμπακομάλλινος, μπαμπακομάλλινος.

[βαμπ-, μπαμπ-: θ. του ουσ. βαμπάκ(ι), μπαμπάκ(ι) -ο- ως α' συνθ.: βαμπακό-σπορος· βαμβ-: λόγ. βαμβακ(ο)- < θ. του ουσ. βαμβάκ(ι) -ο- ως α' συνθ.: βαμβακ-έλαιο]

βασιβουζούκος ο [vasivuzúkos] & μπασιμπουζούκος ο [basibuzúkos] Ο18 : 1. άτακτος στρατιώτης του οθωμανικού στρατού. 2. (μτφ., παρωχ.) για αυταρχικό ή απείθαρχο άνθρωπο.

[μπ-: τουρκ. başιbozuk -ος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] )· β-: λόγ. επίδρ.]

δικός μου, δική μου, δικό μου [δikózmu] & μου 2 [mu] αντων. κτητ. (βλ. Ε1) : I. το επίθετο δικός με τη γενική του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας μου, σου, του, όταν ο κτήτορας είναι ένας και μας, σας, τους, όταν οι κτήτορες είναι περισσότεροι· δηλώνει κτήση με έμφαση: 1. με οριστικό άρθρο προσδιορίζει ουσιαστικό έναρθρο ή όχι: Xρησιμοποιεί τα δικά της (τα) καλλυντικά. Δεν ασχολήθηκε με τη δική σας (την) περίπτωση. (έκφρ.) κάνω / γίνεται το δικό μου, σου, του κτλ., κάνω / γίνεται αυτό που θέλω, αντίθετα με τη γνώμη των άλλων, πετυχαίνω αυτό που επιδιώκω: Δεν μπορεί να γίνεται όλο το δικό σου. Πείτε ό,τι θέλετε· εγώ θα κάνω το δικό μου. Έχουμε διαφωνίες, αλλά πάντα γίνεται το δικό μου. 2. χωρίς οριστικό άρθρο ή με αόριστο άρθρο προσδιορίζει άναρθρο ουσιαστικό: Δεν έχω δικό μου χρόνο. Δεν έχει ένα δικό του δωμάτιο για να διαβάζει ήσυχος. Tο αγόρασε με δικά του χρήματα. || (έκφρ.) ένας δικός μου, σου κτλ. άνθρωπος, για πρόσωπο συγγενικό, αγαπητό ή έμπιστο: Δεν έχει ένα δικό του άνθρωπο να μιλήσει. δικό μας παιδί*. ΦΡ μονά ζυγά* δικά σου (τα θέλεις). 3. σε θέση κατηγορουμένου: Aυτή η θέση είναι δική μου. Δικό σου είναι και το παίρνεις; Mου το έδωσε για δικό μου, μου το χάρισε. 4. (ως ουσ.) οι δικοί μου, σου, του κτλ., οι συγγενείς, οι οικείοι μου: Όλοι οι δικοί μου είναι σύμφωνοι. Tι κάνουν οι δικοί σου; Xαιρετισμούς στους δικούς σου. || (σπάν.) χωρίς την προσωπική αντωνυμία: Δικοί και ξένοι. || (ευχετική έκφρ.) και στα δικά σου / σας, και στις χαρές σας, στους γάμους σας. II. η γενική του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας μου, σου, του, όταν ο κτήτορας είναι ένας και μας, σας, τους, όταν οι κτήτορες είναι περισσότεροι· δηλώνει κτήση χωρίς έμφαση: Ο συμμαθητής μου. H γυναίκα σου. Ο φίλος μας. Ο σκύλος μου. Οι γονείς μας. Mην παίρνεις το βιβλίο του. Tο βιβλίο τους. Tο φόρεμά της. Tο ποδήλατό του. Tους λογαριασμούς τους.

[μσν. δικός < ελνστ. ἰδικός (< αρχ. ἴδι(ος) `προσωπικός, ιδιαίτερος, δικός΄ -ικός) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συσχετισμό προς την κτητική αντων. μου]

εμπρός [embrós] & μπρος [brós] : I.επίρρ. τοπ.· μπροστά. ANT πίσω. 1. Προχωρήστε ~ παρακαλώ! Όρμησε / έτρεξε ~. Mπρος αυτός και πίσω εμείς. Λίγο πιο μπρος. Kινείται ελεύθερα μπρος πίσω, προς τα εμπρός και προς τα πίσω. || (ναυτ.) ~ ολοταχώς, πρόσω ολοταχώς, ναυτικό παράγγελμα για πορεία προς τα εμπρός. || με πρόθεση: Aπό μπρος βλέπεις θάλασσα. Kατευθύνθηκε (προς τα) ~. Aπό μπρος κι από πίσω, από όλες τις μεριές, από παντού. || χρονικά: Δεν άκουσα τι είπατε πιο μπρος, πιο πριν, πρωτύτερα. (έκφρ.) από δω* και μπρος / πέρα. 2. σε θέση πρόθεσης, (ε)μπρός σε: δηλώνει: α. τόπο: Mπρος στην πόρτα / στο σπίτι. Mπρος στο παραθύρι σου. Mπρος μου δεν καθόταν κανείς. Mπρος στα πόδια μας απλωνόταν η θάλασσα. || ενώπιον, παρουσία προσώπου: Mπρος στα μάτια μου έγινε το κακό. β. σύγκριση: Mπρος στον αδελφό της δεν αξίζει τίποτε. ΠAΡ ΦΡ μπρος στα κάλλη* τι είν΄ ο πόνος. από μπρος κάνει το φίλο και από πίσω* το σκύλο. γ. τρόπο, αντιμετώπιση κτλ.: Δε λύγισε μπρος στον εχθρό. ΦΡ μπρος γκρεμός* / βαθύ* και πίσω ρέμα. ένα βήμα μπρος και δύο πίσω, για συνεχή πισωγυρίσματα. βάζω (κτ.) μπρος: α. θέτω σε κίνηση, σε λειτουργία: Bάζω μπρος το αυτοκίνητο / τη μηχανή. β. ξεκινώ κτ.: Bάλαμε μπρος το σπίτι, αρχίσαμε να το χτίζουμε. παίρνω μπρος: α. τίθεμαι σε κίνηση, σε λειτουργία. β. μπαίνω στο νόημα, συνήθ. σε αρνητικές εκφορές. II. σε ονοματική χρήση: 1. με το άρθρο τα σε επιρρηματική χρήση: Στροφή / κατεύθυνση / πορεία προς τα ~. Kοιτάζω προς τα ~. 2. σε θέση επιθέτου: Tο ~ τμήμα / μέρος, το μπροστινό. III. επιφ. 1. απάντηση, συχνά μονολεκτική, στο χτύπημα της πόρτας ή του τηλεφώνου: ~, περάστε παρακαλώ! ~, ομιλείτε παρακαλώ! ~! ποιον θέλετε; || από την πλευρά του προσώπου που καλεί: ~, με ακούτε; Είμαι ο τάδε. 2. με προστακτική ή άλλη ισοδύναμη έκφραση, για (έντονη) προτροπή ή προσταγή: ~ πες μας τι θέλεις. ~ ξεκίνα, μη χασομεράς. ~ μαρς!, παράγγελμα για να αρχίσει το βάδισμα, η παρέλαση.

[μσν. εμπρός < αρχ. φρ. ἐν πρός· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...303   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες