Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Mαικήνας ο [mekínas] Ο3 : για πλούσιο και φιλότεχνο άνθρωπο που βοη θά οικονομικά όσους υπηρετούν την τέχνη: Είναι ένας φτωχός ποιητής που ψάχνει να βρει το Mαικήνα του.
[λόγ. < ελνστ. Μαικήνας < λατ. ανθρωπων. Maecenas (πλούσιος Ρωμαίος, προστάτης των γραμμάτων)]