Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιματικός
1 εγγραφή
κλιματικός -ή -ό [klimatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κλίμα ενός τόπου: Kλιματικές ζώνες. Kλιματικές διαφορές. Kλιματικές συνθήκες.

[λόγ. < ελνστ. κλιματικός `που αναφέρεται στην κλίση της γης΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. κλίμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες