Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταδότης ο [kataδótis] Ο10 θηλ. καταδότρια η [kataδótria] Ο27 & (λαϊκότρ.) καταδότρα [kataδótra] Ο25α : αυτός που καταδίδει κπ. ή κτ., που κάνει μια μυστική καταγγελία, κινούμενος από ιδιοτελή και ταπεινά κίνητρα.
[λόγ. < μσν. καταδότης < κατα(δίδω) -δότης· λόγ. καταδό(της) -τρια· καταδό(της) -τρα]