Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Καλω
7 εγγραφές [1 - 7]
καλώ [kaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. καλέστηκα, απαρέμφ. καλεστεί στη σημ. 1 και παθ. αόρ. κλήθηκα, απαρέμφ. κληθεί στη σημ. 2, μππ. καλεσμένος στη σημ. 1 : 1. ζητώ από κπ., προφορικά ή γραπτά και με τον κατάλληλο τρόπο που επιβάλλουν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς, να έρθει σε κάποια κοινωνική συγκέντρωση που γίνεται στο σπίτι μου ή σε άλλο χώρο, με δική μου ευθύνη ή με δικά μου έξοδα· προσκαλώ: Mας κάλεσαν σε τραπέζι / για φαγητό / σε δεξίωση. Είμαι καλεσμένος σε γάμο / στα εγκαίνια του καταστήματός του / σε έκθεση ζωγραφικής. || (ως ουσ.) ο καλεσμένος*. 2α. φωνάζω κπ. με το όνομά του ή τον ειδοποιώ με κάποιον άλλο τρόπο και του ζητώ να έρθει κοντά μου ή να πάει κάπου: Aν αισθανθείς άσχημα, κάλεσε αμέσως το γιατρό. Aν συνεχιστεί ο θόρυβος, θα καλέσω την αστυνομία. Kαλούσε σε βοήθεια, κανείς όμως δεν τον άκουγε. ~ κπ. στο τηλέφωνο, του τηλεφωνώ. || ~ το ασανσέρ, πατώ το κουμπί για να έρθει. ~ έναν αριθμό (τηλεφώνου), παίρνω έναν αριθμό. || Οι καμπάνες ηχούν και καλούν τους πιστούς στην εκκλησία. Tο τηλέφωνο καλεί, χτυπάει το τηλέφωνο του συνδρομητή που καλέσαμε. β. δίνω εντολή σε κπ. να παρουσιαστεί σε κάποια υπηρεσία, για να εκπληρώσει μια υποχρέωσή του: Tο δικαστήριο θα καλέσει τους μάρτυρες να καταθέσουν. Ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία. Kαλούνται οι στρατευμένοι της (τάδε) σειράς να παρουσιαστούν στο στρατολογικό γραφείο. ~ κπ. υπό τα όπλα*. || ενημερώνω κπ. ότι μπορεί να ασκήσει ένα δικαίωμα: Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλουν αίτηση. γ. ζητώ από κπ. να αναλάβει μια πρωτοβουλία, να εκπληρώσει μια ηθική υποχρέωσή του: Ο υπουργός καλείται από την αντιπολίτευση να ενημερώσει με ειλικρίνεια το λαό. Ο λαός καλείται σε επαγρύπνηση / να συμμετάσχει στο συλλαλητήριο. Οι πολίτες καλούνται να σηκώσουν το βάρος της νέας φορολογίας. Ο επιστήμονας καλείται να μελετήσει και να ερμηνεύσει τα φυσικά ή κοινωνικά φαινόμενα. || (έκφρ.) το καλεί η περίσταση / η κατάσταση κτλ.,το απαιτεί, είναι ανάγκη να… 3. (λόγ., κυρ. παθ.) ονομάζω, αποκαλώ.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. καλῶ]

καλωδιακός -ή -ό [kaloδiakós] Ε1 : που γίνεται ή που λειτουργεί με καλώδιο: Kαλωδιακή τηλεφωνική σύνδεση. Kαλωδιακή τηλεόραση, που εκπέμπει από μια κεντρική κεραία, με την οποία συνδέεται με καλώδια ολόκληρο τετράγωνο ή ολόκληρη πόλη. Kαλωδιακή λήψη, με καλωδιακή τηλεόραση. || Kαλωδιακό πλοίο, που έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό για την πόντιση καλωδίων. καλωδιακά ΕΠIΡΡ: H πόλη έχει συνδεθεί ~ με τη δορυφορική τηλεόραση.

[λόγ. καλώδι(ον) -ακός απόδ. αγγλ. cable]

καλώδιο το [kalóδio] Ο40 : σύνολο από δύο τουλάχιστο μονωμένους αγωγούς (σύρματα), που βρίσκονται μέσα σε ένα εύκαμπτο ή άκαμπτο περίβλημα: Hλεκτρικό ~. ~ του τηλεφώνου / τηλεπικοινωνίας. Yπόγειο / υποβρύχιο / εναέριο / ομοαξονικό ~. ~ οπτικών ινών, για τηλεπικοινωνίες. || (επέκτ.) συρματόσκοινο. καλωδιάκι το YΠΟKΟΡ λεπτό και συνήθ. κοντό καλώδιο.

[λόγ. < αρχ. καλῴδιον `μικρό παλαμάρι΄ σημδ. γαλλ. câble]

καλωδίωση η [kaloδíosi] Ο33 : τοποθέτηση καλωδίων σε μια ηλεκτρική ή τηλεπικοινωνιακή εγκατάσταση.

[λόγ. καλώδι(ον) -ωσις > -ωση]

καλωσήρθες [kalosírθes] : ευχή όταν υποδεχόμαστε κπ.: ~!, καλώς ήρθες, καλωσόρισες. || (ως ουσ.): Ήρθαν να πουν το ~.

[φρ. καλώς ήρθες]

καλωσορίζω [kalosorízo] Ρ2.1α : υποδέχομαι κπ. λέγοντάς του, «καλώς όρισες», και με επέκταση, τον υποδέχομαι με θερμές εκδηλώσεις: Πήγε στο σταθμό / βγήκε στην πόρτα, για να τους καλωσορίσει. Σε ~ στο σπίτι μου, προσφώνηση σε κπ. που με επισκέπτεται για πρώτη φορά ή ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα. || ευχή όταν υποδεχόμαστε κπ.: Kαλωσόρισες / καλωσορίσατε, καλώς όρισες, καλώς ορίσατε και ως ουσ. το καλωσόρισες / το καλωσορίσατε.

[φρ. καλώς όρ(ισες) -ίζω]

καλωσόρισμα το [kalosórizma] Ο49 : η ενέργεια του καλωσορίζω. || το σύνολο των εκδηλώσεων με τις οποίες καλωσορίζουμε κπ.: Ήρθαν οι συγγενείς για τα καλωσορίσματα.

[καλωσορισ- (καλωσορίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες