Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΘΑΛΕΡΟΣ
1 εγγραφή
θαλερός -ή -ό [θalerós] Ε1 : 1. (για φυτό) που βρίσκεται σε άνθηση· πράσινος, φρέσκος: Θαλερό δέντρο / κλωνάρι. 2. (μτφ. για άνθρ.) που διατηρεί την ακμαιότητά του, σφριγηλός, ζωηρός, νεανικός: Ένας ~ εξηντάρης.

[λόγ. < αρχ. θαλερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες