Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Εγκαιροφλεγής
1 εγγραφή
εγκαιροφλεγής -ής -ές [engeroflejís] Ε10 : για οβίδα, βλήμα κτλ., που μπορεί να ρυθμίζεται έτσι, ώστε να αναφλέγεται σε ορισμένο σημείο της τροχιάς του.

[λόγ. έγκαιρ(ος) -ο- + φλεγ- (φλέγομαι) -ής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες