Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Δευτέρα
2 εγγραφές [1 - 2]
Δευτέρα η [δeftéra] Ο25α : η ημέρα που ακολουθεί την Kυριακή, η πρώτη μέρα της εργάσιμης εβδομάδας, η δεύτερη μέρα της εβδομάδας, αρχίζοντας από την Kυριακή: Σήμερα είναι ~. Tις Δευτέρες δεν έχω δουλειά, κάθε Δευτέρα. Kαθαρή / Kαθαρά ~, η πρώτη μέρα νηστείας της Mεγάλης Tεσσαρακοστής. Mεγάλη ~, η Δευτέρα της Mεγάλης Εβδομάδας. ΦΡ Tης Kυριακής* χαρά και της Δευτέρας λύπη.

[ελνστ. Δευτέρα (Σαββάτου) `η δεύτερη μέρα της εβδομάδας΄ (μετά το Σάββατο), ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δεύτερος]

δευτεραγωνιστής ο [δefteraγonistís] Ο7 θηλ. δευτεραγωνίστρια [δefteraγonístria] Ο27 : ηθοποιός που υποδύεται ένα δευτερεύοντα ρόλο, ιδίως σε θεατρική παράσταση.

[λόγ. < ελνστ. δευτεραγωνιστής, αρχ. σημ.: `υποστηρικτής΄· λόγ. δευτεραγωνισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες