Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυστριακός -ή -ό [afstriakós] Ε1 : που αναφέρεται, ανήκει στην Aυστρία ή προέρχεται από αυτήν: Aυστριακή κυβέρνηση / βουλή / βιομηχανία. Aυστριακή πρωτεύουσα, η Bιέννη. Προϊόντα αυστριακής προέλευσης. ~ στρατός / πολίτης. Aυστριακές Άλπεις. || (ως ουσ.) ο Aυστριακός, θηλ. Aυστριακή, που κατάγεται από την Aυστρία ή κατοικεί στην Aυστρία: Παντρεύτηκε μιαν Aυστριακή.
[λόγ. Aυστρί(α < μσνλατ. Austria) -ακός]