Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασιανισμός ο [asianizmós] Ο17 : (φιλολ.) λογοτεχνικό ύφος που διαμορφώθηκε στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο και χαρακτηρίζεται από περίτεχνη και πομπώδη έκφραση.
[λόγ. < μσν. ασιανισ- (ασιανίζω) -μός, ασιανίζω: ελνστ. Ἀσιαν(ός) `ρήτορας της “ασιατικής σχολής”΄ -ίζω]
- ασιανολογία η [asianolojía] Ο25 : επιστήμη που μελετά τον πολιτισμό, τη γλώσσα και την ιστορία των ασιατικών λαών.
[λόγ. < ελνστ. Ἀσιαν(ός) `Aσιάτης΄ -ο- + -λογία]
- ασιανολόγος ο [asianolóγos] Ο18 θηλ. ασιανολόγος [asianolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την ασιανολογία.
[λόγ. ασιανο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ασιατικός -ή -ό [asiatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aσιάτες ή στην Aσία ή που προέρχεται από αυτήν: ~ πολιτισμός. ~ ελέφαντας. Aσιατική ήπειρος, η Aσία. Aσιατικά κράτη. Aσιατική γρίπη, μορφή γρίπης που πρωτοεμφανίστηκε στην Aσία.
[λόγ. < ελνστ. Ἀσιατικός (< αρχ. Ἀσιάτης < Ἀσία)]
- άσιαχτος -η -ο [ásxaxtos] Ε5 : (οικ.) ασυγύριστος, αταχτοποίητος: Άφησε το δωμάτιό του άσιαχτο.
[α- 1 σιακ- (σιάχνω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]