Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αεροπόρος
1 εγγραφή
αεροπόρος ο [aeropóros] Ο18 θηλ. αεροπόρος [aeropóros] Ο35 & (προφ.) αεροπορίνα [aeroporína] Ο26 : ο στρατιώτης ή ο αξιωματικός που υπηρετεί στην (πολεμική) αεροπορία.

[λόγ. < αρχ. ἀεροπόρος `που διασχίζει τον αέρα΄ (για ζώα) με βάση τη λ. αεροπλάνο· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· αεροπόρ(ος) -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες