Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
135 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αεί [aí] επίρρ. : (λόγ.) πάντοτε, αιώνια· στην εκκλησιαστική έκφραση νυν* και ~. (απαρχ. έκφρ.) γηράσκω* ~ διδασκόμενος. όμοιος ομοίω ~ πελάζει*. ΦΡ φτάνω στο νυν* και ~.
[λόγ. < αρχ. ἀεί `πάντα΄]
- αει- [ai] : (λόγ.) α' συνθετικό σε σύνθετα κυρίως επίθετα· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται, υπάρχει, ισχύει συνεχώς, αδιάκοπα: ~κίνητος, ~μακάριστος, ~σέβαστος· ~πάρθενος.
[λόγ. < αρχ. ἀει- < επίρρ. ἀεί ως α' συνθ.: αρχ. ἀεί-μνηστος, ελνστ. ἀει-θαλής]
- αειθαλής -ής -ές [aiθalís] Ε10 : α.(για φυτά) που διατηρεί το φύλλωμά του σ΄ όλη τη διάρκεια του χρόνου. ANT φυλλοβόλος: Aειθαλή δέντρα. β. (μτφ., για άνθρ.) που δεν έχει χάσει τη νεανική του δύναμη, ζωντάνια· ακμαίος, θαλερός: ~ γέρος.
[λόγ. < ελνστ. ἀειθαλής]
- αεικίνητος -η -ο [aikínitos] Ε5 : α.που κινείται, που ενεργεί πάντοτε και αδιάκοπα· δραστήριος: ~ άνθρωπος. Aεικίνητο βλέμμα. β. (ως ουσ.) το αεικίνητο, μηχανή που θα μπορούσε να παράγει ενέργεια αδιάκοπα και χωρίς δαπάνη και που η κατασκευή της σήμερα είναι αδύνατη.
[λόγ.: α: αρχ. ἀεικίνητος· β: σημδ. νλατ. perpetuum mobile]
- αείμνηστος -η -ο [aímnistos] Ε5 : (για νεκρό) που αξίζει να μείνει παντοτινά στη μνήμη των ανθρώπων· (πρβ. αλησμόνητος): Tα ονόματα των αείμνηστων ευεργετών.
[λόγ. < αρχ. ἀείμνηστος]
- Aειπάρθενος η [aipárθenos] Ο36 : προσωνυμία της Παναγίας που έμεινε για πάντα αγνή και παρθένος.
[λόγ. < αρχ. ἀειπάρθενος, ελνστ. για την Παναγία]
- αείποτε [aípote] επίρρ. : (λόγ.) πάντοτε.
[λόγ. αεί + αρχ. ποτέ `κάποτε΄ κατά το ουδέποτε]
- αέναος -η -ο [aénaos] Ε5 : που είναι ή γίνεται από πάντα, διαρκώς και για πάντα· αιώνιος: Ο ~ κύκλος της ζωής. Tο αέναο γίγνεσθαι.
αέναα ΕΠIΡΡ πάντοτε, διαρκώς, και τώρα και πάντα: Ολοένα κάτι πεθαίνει και κάτι ~ εκκολάπτεται και γεννιέται. [λόγ. < αρχ. ἀέναος]
- αεράγημα το [aerájima] Ο49 : μικρό στρατιωτικό τμήμα, άγημα, που μεταφέρεται με αεροπορικά μέσα: ~ αλεξιπτωτιστών.
[λόγ. αερ(ο)- + άγημα μτφρδ. γαλλ. troupe aéroportée]
- αεραγωγός ο [aeraγoγós] Ο17 : αγωγός, άνοιγμα, σωλήνας κτλ. από όπου διοχετεύεται, σε κλειστό χώρο, αέρας: Οι αεραγωγοί ανθρακωρυχείου / πλοίου.
[λόγ. αερ(ο)- + αγωγός μτφρδ. γαλλ. porte-vent]