Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ήρα
3 εγγραφές [1 - 3]
ήρα η [íra] Ο25 : ζιζάνιο των σιτηρών. ΦΡ ξεχωρίζω την ~ από το σιτάρι / ξεχώρισε η ~ από το σιτάρι, ξεκαθαρίζω τα θετικά από τα αρνητικά στοιχεία, τα καλά από τα κακά, τα χρήσιμα από τα άχρηστα.

[αρχ. αrρα, αναλ. προς το ψείρα (έντομο του σταριού);]

ηράκλειος -α -ο [iráklios] Ε6 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον Hρακλή: Hράκλειες Στήλες, το Γιβραλτάρ. 2. (μτφ.) τεράστιος, υπερφυσικός: Hράκλεια δύναμη. Hράκλειο έργο.

[λόγ. < αρχ. ἡράκλειος]

Hρακλής ο [iraklís] Ο22 : μυθολογικός ήρωας με τεράστια σωματική δύναμη. || Οι Hρακλείς του στέμματος, για πρόσωπα που στην Ελλάδα θεωρούνταν στυλοβάτες του βασιλικού θεσμού (όπως οι δύο Hρακλείς που απεικονίζονταν στο βασιλικό οικόσημο).

[λόγ. < αρχ. Ἡρακλῆς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες