Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για:
5.552 εγγραφές [1 - 10]
-αίνω [éno] : 1.επίθημα ρημάτων παράγωγων κυρίως από επίθετα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος αποκτά τις ιδιότητες που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη ή, στην περίπτωση που το ρήμα είναι και μεταβατικό, ότι ενεργεί έτσι ώστε το αντικείμενο του ρήματος να έχει τις ιδιότητες που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (ακριβός) ακριβαίνω, (κουφός) κουφαίνω, (βουβός) βουβαίνω, (ξανθός) ξανθαίνω, (φαρδύς) φαρδαίνω, (σκούρος) σκουραίνω, (φτηνός) φτηναίνω, (χοντρός) χοντραίνω. 2. επίθημα για το μεταπλασμό ρημάτων παλαιότερων περιόδων της ελληνικής γλώσσας στη νέα ελληνική. α. ο νέος τύπος έχει αντικαταστήσει τον παλιό: (βαθύνω) βαθαίνω, (μανθάνω) μαθαίνω. β. ο νέος τύπος υπάρχει παράλληλα με τον παλιό, έχουν όμως διαφορετική σημασία ή καλύπτουν διαφορετικό επίπεδο ύφους: (βαρύνω) βαραίνω, (λαμβάνω) λαβαίνω, (πάσχω) παθαίνω, (τυγχάνω) τυχαίνω.

[ελνστ. επίθημα -αίνω από αρχ. ρ. σε -αίνω με συνοπτ. θ. σε -αν-: αρχ. σημ-αίνω - σημαν- (ἐσήμανα), θερμ-αίνω - θερμαν- (ἐθέρμανα) και με επέκτ. σε ρ. -ύνω: μσν. βαρ-αίνω (αρχ. βαρ-ύνω) για σαφέστερη διάκρ. συνοπτ. και μη συνοπτ. θέματος, και με επέκτ. σε άλλα ρηματ. θ.: ελνστ. παθ-αίνω (αρχ. πάσχω) και σε συσχετισμός με επίθ.: μσν. παχ-αίνω (αρχ. παχ-ύνω) - επίθ. παχύς]

-ανίζω [anízo] : επίθημα ρημάτων παράγωγων από ονοματοποιία· (πρβ. -αρίζω): κριτσανίζω, μουγκανίζω.

[ίσως με βάση το ρ. τραγανίζω]

-αρίζω [arízo] & -ρίζω [rízo] & -ουρίζω [urízo] : επίθημα ρημάτων παράγωγων: 1. από ονοματοποιία· (πρβ. -ανίζω): κακαρίζω, νιαουρίζω, πλατσαρίζω, πλατσουρίζω, ψιψιρίζω. 2. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος συμπεριφέρεται όπως υπονοεί η πρωτότυπη λέξη: (παιδιά) παιδιαρίζω.

[ελνστ. -(α)ρίζω με βάση το ρ. ὀγκαρίζω (δες γκαρίζω)· -ου-: με βάση το νιαουρίζω]

-άρω [áro] -ομαι : I.επίθημα ρημάτων παράγωγων συνήθ. από λέξεις ξενικής προέλευσης· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος συνήθ. εκτελεί την ενέργεια που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη (κάποτε και σε αμετάβατη χρήση: φρακάρω)· (πρβ. -έρνω). α. παραγωγή από ξένη λέξη προσαρμοσμένη ή μη στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής: (αμπαλάζ) αμπαλάρω, (καμουφλάζ) καμουφλάρω, (κόπια) κοπιάρω, (μακιγιάζ) μακιγιάρω, (ντεμπούτο) ντεμπουτάρω, (πακέτο) πακετάρω, (ρεκλάμα) ρεκλαμάρω, (ρομάντζο) ρομαντζάρω, (αγκαζέ) αγκαζάρω, (γιούχα) γιουχάρω, (μπιζ) μπιζάρω. β. παραγωγή από ελληνική λέξη: (κριτική) κριτικάρω. II. επίθημα για την απόδοση ξένων ρημάτων: λανσάρω, λιντσάρω, φρικάρω.

[ιταλ. κατάλ. απαρέμφ. -ar(e) με βάση ζευγάρια συγγ. λ.: κόπι-α - κοπι-άρω < ιταλ. copia - copiare, με επέκτ. ιδ. σε γαλλ. δάνεια για προσαρμογή στο μορφολ. σύστημα της ελλην.: αμπαλ-άρω < ιταλ. abballare - αμπαλάζ < γαλλ. emballage, μακιγιάζ - μακιγι-άρω < γαλλ. maquillage - maquiller, μπιζ < γαλλ. biz - μπιζ-άρω, και επέκτ. σε δάνεια από άλλες γλ.: γιούχα < τουρκ. yuha - γιουχ-άρω]

-βατώ [vató] : β' συνθετικό ρημάτων που έχει την έννοια του βαδίζω, προχωρώ, συχνά σε αντιστοιχία με το αντίστοιχο αρσενικό ουσιαστικό σε -βάτης: ακρο~, νυχτο~, ουρανο~, σχοινο~, υπνο~. || (μτφ.): αερο~, ουρανο~.

[λόγ. < αρχ. -βατῶ (< -βάτης) ως β' συνθ.: αρχ. ἀερο-βατῶ, ελνστ. αἰθερο-βατῶ]

-βολώ 1 [voló] & -άω : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· λειτουργεί επιτατικά δηλώνοντας ότι το υποκείμενο του ρήματος χαρακτηρίζεται αποκλειστικά από τη συχνή επανάληψη της ενέργειας ή της κατάστασης που συνεπάγεται το α' συνθετικό: γεννο~, φεγγο~, φωτο~· μοσκο~ και μοσκοβολάω.

[μσν. -βολώ < αρχ. -βολῶ (δες -βολώ 2): μσν. δροσο-βολῶ]

-βολώ 2 & -άω, κυρίως όταν το α' συνθετικό είναι ο κοινός και όχι ο λόγιος τύπος ενός ουσιαστικού : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι: 1. το υποκείμενο του ρήματος ρίχνει, πετά αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αγκυρο~. 2. το υποκείμενο του ρήματος ρίχνει, πετά κατ΄ επανάληψη, συνέχεια αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: κανονιο~, λιθο~· πετρο~ και πετροβολάω.

[αρχ. -βολῶ & λόγ. < αρχ. -βολῶ θ. του ρ. βάλλω `ρίχνω΄ ως β' συνθ.: αρχ. φυλλο-βολῶ, ἀγκυρο-βολῶ, ελνστ. λι θο-βολῶ]

-γραφώ [γrafó] -ούμαι : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα (συχνά σε αντιστοιχία με σύνθετο αρσενικό ουσιαστικό σε -γράφος 1)· συνήθ. δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος ασχολείται: 1. (συνήθ. επαγγελματικά) με τη σύνταξη κειμένων σχετικών με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: επιστολο~, λιβελο~. 2. με την άσκηση συγκεκριμένης επιστήμης: λεξικο~. 3. με τη διαδικασία εγγραφής, καταγραφής που συνεπάγεται το α' συνθετικό: ηχο~, κινηματο~. 4. με την εκτέλεση συγκεκριμένης καλλιτεχνικής δημιουργίας της οποίας το υλικό ή το αντικείμενο δίνει το α' συνθετικό: αγιο~, εικονο~, σκηνο~, σκιτσο χαρτο~.

[λόγ. < αρχ. -γραφῶ (< -γράφος) ως β' συνθ.: αρχ. ζω-γραφῶ `παριστάνω ζώα΄, ελνστ. πολιτο-γραφῶ & μτφρδ. γαλλ. -graphier < αρχ. -γραφῶ: τηλε-γρα φώ < γαλλ. télégraphier (με βάση το ουσ. τηλέ-γραφος)]

-δοτώ [δotó] -ούμαι : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ρήματα· συνήθ. δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος παρέχει, δίνει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: δανειο~, ηλεκτρο~, λογο~, μισθο~, συνταξιο~, χρηματο~.

[λόγ. < αρχ. -δοτῶ θ. συγγ. του ρ. δίδωμι `δίνω΄ ως β' συνθ.: αρχ. μισθο-δοτῶ]

-έρνω [érno] : επίθημα ρημάτων παράγωγων συνήθ. από λέξεις ξενικής προέλευσης· αποτελεί συνήθ. παράλληλο τύπο των ενεστωτικών χρόνων ορισμένων μεταβατικών ρημάτων σε -άρω, πολύ συχνών στον προφορικό λόγο· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος εκτελεί ενέργεια σχετική με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (βόλτα) βολτέρνω, (κουμάντο) κουμαντέρνω, (ρέγουλα) ρεγουλέρνω.

[< -άρω μεταπλ. -έρνω με βάση το συνοπτ. θ. -αρ-: βολτ-άρω - βόλτ-αρα > βολτ-έρνω αναλ. προς άλλα ρ. με [φων.-r] στο συνοπτ. θ. και [ern] στο μη συνοπτ.: παίρνω - παρ-, φέρνω - φερ-, γέρνω - γειρ-, σέρνω - συρ-]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...556   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες