Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
34 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλλεργιογόνος -ος / -α -ο [alerjioγónos] Ε14 : (ιατρ.) που προκαλεί αλλεργία: Aλλεργιογόνες ουσίες.
[λόγ. αλλεργί(α) -ο- + -γόνος]
- αναισθησιογόνος -ος / -α -ο [anesθisioγónos] Ε14 : που προκαλεί αναισθησία1β: Aναισθησιογόνα αέρια. || (ως ουσ.) τα αναισθησιογόνα, ουσίες που αναισθητοποιούν.
[λόγ. αναισθησί(α) -ο- + -γόνος]
- ανδρογόνος -ος -ο [anδroγónos] Ε14 : (ιατρ.) Aνδρογόνα φάρμακα / ανδρογόνες ουσίες και ως ουσ. τα ανδρογόνα, φαρμακευτικές ουσίες που αναπληρώνουν την έκκριση των ανδρικών ορμονών.
[λόγ. < γαλλ. andro gène < andro- = ανδρο- + -gène = -γόνος (διαφ. το αρχ. ἀνδρογόνος `για μέρα που είναι κατάλληλη για τη σύλληψηII αγοριών΄)]
- αντιασφυξιογόνος -α / -ος -ο [andiasfiksioγónos] Ε14 : που έχει σχέση με την προστασία από τα ασφυξιογόνα αέρια: Aντιασφυξιογόνες μάσκες.
[λόγ. αντι- + ασφυξιογόνος μτφρδ. γαλλ. antiasphyxiant (anti- = αντι-)]
- απόγονος ο [apóγonos] Ο19 : αυτός που κατάγεται άμεσα από κπ. άλλο, που βρίσκεται ύστερα από κπ. άλλο σε μια γενεαλογική σειρά: Mακρινός ~. Kατευθείαν / πλάγιος* ~. Είναι ~ ένδοξων προγόνων. Πέθανε χωρίς να αφήσει απογόνους. || καλούς απογόνους!, ευχή σε νεόνυμφους.
[λόγ. < αρχ. ἀπόγονος]
- ασφυξιογόνος -α / -ος -ο [asfiksioγónos] Ε14 : που προκαλεί ασφυξία: Aσφυξιογόνα αέρια. || (ως ουσ.) τα ασφυξιογόνα.
[λόγ. ασφυξί(α) -ο- + -γόνος απόδ. γαλλ. asphyxiant]
- βλεννογόνος -ος -ο [vlenoγónos] Ε14 : που παράγει ή που εκκρίνει βλέννα: Bλεννογόνοι αδένες / θύλακοι. || (ως ουσ.) ο βλεννογόνος (υμένας ή χιτώνας), μεμβράνη που καλύπτει εσωτερικά ορισμένες κοιλότητες του ανθρώπινου σώματος: Εντερικός / γαστρικός / στοματικός / ρινικός ~.
[λόγ. βλένν(α) -ο- + -γόνος]
- δυναμογόνος -ος / -α -ο [δinamoγónos] Ε14 : που παράγει δύναμη.
[λόγ. < γαλλ. dynamogène < dynamo- = δυνα μο- + -gène = -γόνος]
- ερωτογόνος -α / -ος -ο [erotoγónos] Ε14 : (φυσιολ.): Ερωτογόνες ζώνες / περιοχές του σώματος, για σημεία που ο ερεθισμός τους προκαλεί σεξουαλική διέγερση.
[λόγ. ερωτο- 1 + -γόνος μτφρδ. αγγλ. erogenous < αρχ. ἔρ(ως) -ο- + -genous = -γόνος]
- ζημιογόνος -ος / -α -ο [zimioγónos] Ε14 : που ζημιώνει, που προκαλεί ζημία, βλάβη ή απώλεια ηθική ή υλική: Zημιογόνες αποφάσεις. Zημιογόνα διαχείριση. Zημιογόνοι χειρισμοί μιας υπόθεσης.
[λόγ. ζημί(α) -ο- + -γόνος]