Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ηδόν
10 εγγραφές [1 - 10]
-ηδόν [iδón] : λόγιο ατονημένο επίθημα επιρρημάτων παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει ότι η ενέργεια του ρήματος γίνεται με τον τρόπο που υπονοεί η πρωτότυπη λέξη: (βροχή) βροχηδόν, (κρουνός) κρουνηδόν, (σωρός) σωρηδόν. || (κλότσος) κλοτσηδόν.

[λόγ. < αρχ. επίθημα παραγωγικό τροπ. επιρρ. -ηδόν `κατά τον τρόπο΄: αρχ. φαλαγγ-ηδόν, ελνστ. βαθ μ-ηδόν, σωρ-ηδόν]

βαθμηδόν [vaθmiδón] επίρρ. χρον., τροπ. : (λόγ.) με συνεχή και σταθερό ρυθμό, χωρίς απότομες αυξομειώσεις, λίγο λίγο, σιγά σιγά: Ο καιρός ~ θα βελτιωθεί. H κατάσταση του αρρώστου ~ καλυτερεύει.

[λόγ. < ελνστ. βαθμηδόν, αρχ. σημ.: `βήμα βήμα΄]

βουστροφηδόν [vustrofiδón] επίρρ. : γραφή ~, αρχαίος τρόπος γραφής από τα δεξιά προς τα αριστερά, και από τα αριστερά προς τα δεξιά εναλλάξ.

[λόγ. < ελνστ. βουστροφηδόν]

βροχηδόν [vroxiδón] επίρρ. : (λόγ.) με μεγάλη συχνότητα και πυκνότητα, σαν βροχή: Οι μπουνιές και οι κλοτσιές έπεφταν ~.

[λόγ. βροχ(ή) -ηδόν κατά το κρουνηδόν]

κλοτσηδόν [klotsiδón] επίρρ. τροπ. : (προφ.) με τις κλοτσιές, κυρίως σε επέκταση, με τρόπο βίαιο και βάναυσο: Tον έδιωξαν ~.

[λόγ. κλότσ(ος) -ηδόν]

κρουνηδόν [kruniδón] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) για υγρό το οποίο ρέει με μεγάλη ορμή και σε μεγάλη ποσότητα, συνήθ. μέσο μιας εγκατάστασης παροχής: Tο νερό έτρεχε ~. || Tο αίμα έρεε ~. || (μτφ.): Tο χρήμα ρέει ~.

[λόγ. < ελνστ. κρουνηδόν]

πρηνηδόν [priniδón] επίρρ. : (λόγ.) μπρούμυτα, συχνά και ως γυμναστικό παράγγελμα.

[λόγ. < αρχ. πρηνηδόν]

στιχηδόν [stixiδón] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) κατά στίχους.

[λόγ. < ελνστ. στιχηδόν]

στοιχηδόν [stixiδón] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) κατά στοίχους, σε σειρές: Παρατάχτηκαν ~. ~!, ως γυμναστικό παράγγελμα.

[λόγ. < αρχ. στοιχηδόν]

σωρηδόν [soriδón] επίρρ. : 1.σε σωρούς: Tα βιβλία είναι ριγμένα ~ στο πάτωμα. 2. σε μεγάλο αριθμό: Tα τηλεγραφήματα φθάνουν ~.

[λόγ. < ελνστ. σωρηδόν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες