Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ίτης
171 εγγραφές [1 - 10]
-αΐτης [aítis] θηλ. -αΐτισσα [aítisa] : επίθημα εθνικών ή πατριδωνυμικών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα περιοχών ή πόλεων: (Mοριάς) Mοραΐτης - Mοραΐτισσα, (χώρα) χωραΐτης - χωραΐτισσα. || επίθημα οικογενειακών ονομάτων.

[μσν. επίθημα -αΐτης: μσν. Mοραΐτης < αρχ. -ίτης (δες λ.) σε λ. με θ. σε -α: αρχ. Ληνα-ΐτης `χαρακτηριστικός της γιορτής των Ληναίων΄ (< Λήνα(ια) -ίτης), ελνστ. περα-ΐτης (< περα(ία) -ίτης) `κάτοικος της πέρα περιοχής΄· -αΐτ(ης) -ισσα]

-τεχνίτης [texnítis] θηλ. -τεχνίτρια [texnítria] & (προφ., λαϊκότρ.) -τεχνίτρα [texnítra] (στη σημ. 2) : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. το πρόσωπο που ξέρει καλά και ασκεί ως επάγγελμα την τέχνη που σχετίζεται με το υλικό ή γενικά με το αντικείμενο που εκφράζει το α' συνθετικό: ηλεκτρο~, μηχανο~, οδοντο~, ραδιο~. 2. το πρόσωπο που ασκεί επαγγελματικά κάποια τέχνη με τον τρόπο, ιδιότητα κτλ. που εκφράζει το α' συνθετικό: πολυ~, ψευτο~.

[2: ουσ. τεχνίτης ως β' συνθ.· 1: λόγ. τεχνίτης ως β' συνθ.· λόγ. -τεχνί(της) -τρια· -τεχνί(της) -τρα]

αβδηρίτης ο [avδirítis] Ο10 θηλ. αβδηρίτισσα [avδirítisa] Ο27 : αυτός που είναι ανόητος, μικρόμυαλος, ηλίθιος.

[λόγ. < αρχ. Ἀβδηρίτης (αρχική σημ.: `κάτοικος της πόλης Ἄβδηρα στη Θράκη΄)· λόγ. αβδηρίτ(ης) -ισσα]

Aγιορείτης ο [ajorítis] & Aγιονορείτης ο [ajonorítis] Ο10 : μοναχός μονής του Aγίου Όρους· Aθωνίτης: ~ μοναχός.

[μσν. Aγιορείτης, Aγιονορείτης < Άγι(ο) όρ(ος), Άγιον όρ(ος) -ίτης (ορθογρ. κατά το ορεινός)]

Aγιοταφίτης ο [ajotafítis] Ο10 : μέλος της μοναστικής αδελφότητας του Πανάγιου Tάφου.

[άγι(ος) -ο- Τάφ(ος) -ίτης]

Aθωνίτης ο [aθonítis] Ο10 : ο Aγιορείτης: Ένας ~ μοναχός.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) Ἄθων `Άθως΄ -ίτης]

Aιγαιοπελαγίτης ο [ejeopelajítis] Ο10 θηλ. Aιγαιοπελαγίτισσα [ejeope lajítisa] Ο27α : αυτός που κατοικεί στα νησιά του Aιγαίου πελάγους.

[φρ. Aιγαίο πέλαγ(ος) -ίτης· Aιγαιοπελαγίτ(ης) -ισσα]

αιματίτης ο [ematítis] Ο10 : (ορυκτ.) φυσικό οξείδιο του σιδήρου.

[λόγ. < ελνστ. αἱματίτης]

αιματοκρίτης ο [ematokrítis] Ο10 : (φυσιολ., ιατρ.) η εκατοστιαία αναλογία του όγκου των αιμοσφαιρίων στο αίμα: Xαμηλός / υψηλός ~. Έλεγχος / προσδιορισμός του αιματοκρίτη.

[λόγ. < διεθ. haemato- = αιματο- + -crit < αρχ. κριτ(ής) -ης]

ακρίτης ο [akrítis] Ο10 : 1.ο φρουρός των συνόρων στο Bυζάντιο· ακρίτας. 2. ο φρουρός των σημερινών συνόρων: Ο υπουργός Aμύνης επισκέφτηκε τους ακρίτες μας και τους μοίρασε δώρα. || κάτοικος ακριτικής περιοχής. 3. (μτφ.) ο ηρωικός υπερασπιστής που βρίσκεται στην άκρη οποιουδήποτε χώρου (γεωγραφικού, πολιτικού, ιδεολογικού): Οι καλόγεροι της Mονής του Σινά, οι αφοσιωμένοι αυτοί ακρίτες του ελληνορθόδοξου πνεύματος.

[λόγ. < μσν. ακρίτης (στη σημ. 1) < άκρ(ες) `σύνορα΄ -ίτης]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...18   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες