Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ία
5.133 εγγραφές [1 - 10]
-αίος [éos] θηλ. -αία [éa] : επίθημα με λόγια προέλευση εθνικών ή πατριδωνυμικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά που δηλώνουν χώρα, πόλη ή γενικά τόπο: (Ευρώπη) Ευρωπαίος - Ευρωπαία, (Θήβα) Θηβαίος, (Kέρκυρα) Kερκυραίος, (Ρώμη) Ρωμαίος.

[αρχ. επίθημα -αῖος: αρχ. Ἀθην-αῖος, ελνστ. Ῥωμ-αῖος· αρχ. -αία < -αῖ(ος) θηλ. ]

-αίος -αία -αίο [éos] : επίθημα με λόγια προέλευση επιθέτων παράγωγων συνήθ. από ουσιαστικά· (πρβ. -ιαίος -ιαία -ιαίο)· συνήθ. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη και σημαίνει: α. τόπο: (άκρη) ακραίος, (γωνία) γωνιαίος, (λίμνη) λιμναίος, (πρύμνη) πρυμναίος. β. τρόπο: (πηγή) πηγαίος.

[λόγ. < αρχ. μετουσ. και σπάν. μετεπιθ. ή μετεπιρρ. επίθημα επιθέτων -αῖος που δήλωνε πως το παράγωγο έχει σχέση, ανήκει, ή προέρχεται απ΄ αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λ.: αρχ. ἀγορ-αῖος (< ἀγορ-ά) `που προστατεύει τη συγκέντρωση, που ανήκει στην αγορά΄]

-αλγία [aljía] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά αφηρημένα ουσιαστικά· (συνήθ. ιατρ.) δηλώνει την ύπαρξη άλγους, πόνου στο μέρος του σώματος που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: ισχι~, κεφαλ~, καρδι~, οδοντ~, οσφυ~.

[λόγ. < αρχ. -αλγία (< ἄλγ(ος) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. κεφαλ-αλγία & νλατ. -algia < αρχ. -αλγία: εντερ-αλγία < γαλλ. entéralgie]

-αρία [aría] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει: 1. κατάστημα που προσφέρει, σερβίρει, συνήθ. αποκλειστικά, αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μπίρα) μπιραρία, (πίτσα) πιτσαρία. 2. επιτείνει μειωτικά το χαρακτηρισμό ενός συνόλου αντικειμένων ή προσώπων που έχουν κοινά τα αρνητικά χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (κουρέλι) κουρελαρία, (κιτς) κιτσαρία, (αλήτης) αληταρία, (κυράτσα) κυρατσαρία, (ο, η μπασκλάς) μπασκλασαρία, (ο, η σνομπ) σνομπαρία, (τσογλάνι) τσογλαναρία, (μπασκίνας) μπασκιναρία. 3. δηλώνει σύνολο προσώπων με κοινά τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (πιτσιρίκος) πιτσιρικαρία· (φοιτητής) φοιτηταρία· (πρβ. -αριό2). 4. ενέργεια ή συμπεριφορά ανάλογη με την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (κοκέτης) κοκεταρία, (λέτσος) λετσαρία, (τζάμπα) τζαμπαρία· (γαϊδούρι - καβάλα) γαϊδουροκαβαλαρία.

[βεν. -aria (μέσω της επτανησιακής διαλέκτου): καβαλ-αρία < βεν. cavalaria (συσχετίστηκε με το μσν. καβαλ-άρης < υστλατ. caballarius), μπιρ-αρία (μπίρ-α) < βεν. biraria (bira), το βεν. -aria < υστλατ. -ar(ius) ( [-árius], δες στο -άρης) με την προσθήκη του ελνστ. επιθήματος -ία (< αρχ. -ία)]

-ασκία [asía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει την εξάσκηση στο χειρισμό του όπλου που δηλώνει το α' συνθετικό και συχνά το αντίστοιχο άθλημα: ξιφ~, οπλ~, σπαθ~.

[λόγ. < αρχ. -ασκία (< ἀσκ(ῶ) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. σωμ-ασκία]

-βασία [vasía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν: 1α. το βάδισμα επάνω σ΄ αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ορει~, πυρο~, σχοινο~. || (μτφ.): αερο~, ουρανο~. β. το βάδισμα στο χρονικό διάστημα ή με τις συνθήκες που εκφράζει το α' συνθετικό: υπνο~. 2. σεξουαλική πράξη με τη συμμετοχή αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: κτηνο~.

[λόγ. < ελνστ. -βασία (< ρ. βαίνω) ως β' συνθ.: ελνστ. ὀρει-βασία `περιπλάνηση στα βουνά΄, κτηνο-βασία]

-βιος -α -ο [vios] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1α. (επιστ., για φυτά και ζώα) μπορεί να ζήσει στο φυσικό περιβάλλον ή κατά το χρονικό διάστημα που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -χαρής2, -φιλος1): ελό~, θαμνό~, λιμνό~, υδρό~, ημερό~, νυκτό~. β. με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου στον πληθυντικό, αποτελεί την περιληπτική ονομασία μιας οικογένειας έμβιων όντων: τα ελόβια, τα υδρόβια. γ. χαρακτηρίζεται από τη διάρκεια της ζωής του ή από τον τρόπο με τον οποίο ζει: αιωνό~, βραχύ~· λαθρό~. 2. (για άνθρ.) χαρακτηρίζεται από το ότι ζει, αρέσκεται να ζει ή συχνάζει στον τόπο που εκφράζει το α' συνθετικό: σπηλαιό~· καφενό~, μπαρό~, ταβερνό~.

[λόγ. < αρχ. -βιος < ουσ. βίος ως β' συνθ.: αρχ. βραχύ-βιος, ελνστ. νυκτό-βιος & διεθ. -bio < αρχ. -βιος: αλό-βιος < νλατ. halobios (1β: διεθ. -bia < πληθ. του αρχ. -βιον < βίος ως β' συνθ.: αερό-βια < νλατ. aerobia)]

-βολία [volía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. την πτώση, την εκπομπή ή τη διάχυση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: ακτινο~, κεραυνο~, σπινθηρο~, φεγγο~, φωτο~. 2. τη ρίψη αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: δισκο~, σφαιρο~, σφυρο~, τοξο~.

[λόγ. < αρχ. -βολία (< -βόλ(ος) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. λιθο-βολία, ελνστ. ἀκτινο-βολία]

-γλωσσία [γlosía] : β' συνθετικό θηλυκών αφηρημένων ουσιαστικών· δηλώνει την κατάσταση που επικρατεί από γλωσσική άποψη εξαιτίας της επίδρασης των στοιχείων που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: καθαρο~, ομο~, πολυδι~. || (ιατρ.) βραδυ~.

[λόγ. < ελνστ. -γλωσσία (< -γλωσσ(ος) -ία) ως β' συνθ.: ελνστ. κακο-γλωσσία, μσν. βραδυ-γλωσσία & διεθ. -glossia < ελνστ. -γλωσσία: δι-γλωσσία < γαλλ. diglossie]

-γνωσία [γnosía] : β' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει την εμπεριστατωμένη ή επιστημονική γνώση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: αρχαιο~, θεοεδαφο~, μεταλλο~, ορυκτο~.

[λόγ. < ελνστ. -γνωσία θ. του αρχ. ουσ. γνῶσ(ις) -ία ως β' συνθ.: ελνστ. θεο-γνωσία & διεθ. -gnossia < ελνστ. -γνωσία: γεω-γνωσία < γαλλ. géo gnosie]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...514   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες