Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ωτό
447 εγγραφές [1 - 10]
-στρωτος -η -ο [strotos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι στρωμένο, καλυμμένο με το υλικό που δηλώνει το α' συνθετικό: ασφαλτό~, λιθό~, μαρμαρό~, πλακό~. || ανθό~. || με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου: το πλακόστρωτο.

[λόγ. < αρχ. -στρωτος < επίθ. στρωτός ως β' συνθ.: αρχ. λιθό-στρωτος]

-τος -τη -το [tos] & -ητος -ητη -ητο [itos] & -ωτος -ωτη -ωτο [otos] & -ιστος 1 -ιστη -ιστο [istos] ανάλογα με το συνοπτικό θέμα του ρήματος από το οποίο σχηματίζονται : επίθημα για το σχηματισμό προπαροξύτονων ρηματικών επιθέτων με στερητική σημασία, συχνά με το στερητικό α- 1· συνήθ. δηλώνει: 1. ότι δεν μπορεί να ισχύσει για το προσδιοριζόμενο αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το ρήμα από το οποίο παράγεται (δεν υπάρχει αναγκαστικά θετικός τύπος σε -τός): αχώνευτος· αναρίθμητος, που δεν μπορεί να αριθμηθεί· ασήκωτος· ακανόνιστος. || δυσκολοαπόκτητος, ευκολοδίδακτος, που δύσκολα, εύκολα αποχτιέται, διδάσκεται· αβαθμολόγητος, ανεξήγητος, αψυχολόγητος. 2. ότι το προσδιοριζόμενο δεν έχει υποστεί τη διαδικασία, την ενέργεια που συνεπάγεται το ρήμα από το οποίο παράγεται· στην περίπτωση αυτή το επίθετο λειτουργεί ως αντίθετο παθητικών μετοχών σε -μένος: άδετος, ακαλλιέργητος, αμάσητος, ασιδέρωτος, αστέγνωτος, ασφράγιστος, αφορολόγητος, αχτένιστος. ANT δεμένος, καλλιεργημένος κτλ.

[αρχ. -τος κυρ. μεταρ. επίθημα παραγωγικό παθ. επιθ.: αρχ. ἀκίνη-τος, ἄλυ-τος]

-τός -τή -τό [tós] & -ητός -ητή -ητό [itós] & -ετός -ετή -ετό [etós] & -ωτός 2 -ωτή -ωτό [otós] & -στός -στή -στό [stós] & -ιστός -ιστή -ιστό [istós] & -φτός -φτή -φτό [ftós] & -χτός -χτή -χτό [xtós] ανάλογα με το συνοπτικό θέμα του ρήματος από το οποίο σχηματίζονται : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ρήματα. I1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: α. μπορεί να δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα: (υποφέρω) υποφερτός· (απαιτώ) απαιτητός, (αριθμώ) αριθμητός· (επαινώ) επαινετός· (βιδώνω) βιδωτός· (σπάζω) σπαστός· (κουρδίζω) κουρδιστός· (τρίβω) τριφτός· (ρίχνω) ριχτός. β. είναι άξιο γι΄ αυτό που εκφράζει το ρήμα, συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία για να ισχύσει αυτό που εκφράζει το ρήμα: αγαπητός, αρεστός, επιθυμητός, μισητός, ποθητός, που τον αγαπούν, που αξίζει να τον αγαπούν κτλ. γ. γίνεται, ισχύει, λειτουργεί με τον τρόπο που υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (κλαψουρίζω) κλαψουριστός, (συλλαβίζω) συλλαβιστός, (τραβώ) τραβηχτός. 2. αποδίδει στο προσδιοριζόμενο ένα μόνιμο και σταθερό διακριτικό του χαρακτηριστικό σε αντίθεση με την παθητική μετοχή σε -μένος του ίδιου ρήματος (με την επιλογή της οποίας εξυπακούεται συνήθ. και δήλωση του ποιητικού αιτίου): (κομματιάζω) κομματιαστός, (πλέκω) πλεχτός, (σφραγίζω) σφραγιστός, (σχίζω) σχιστός, (χτυπώ) χτυπητός. || κάποτε καταλήγει να συμπίπτει στη χρήση με την παθητική μετοχή σε -μένος, -όμενος του ίδιου ρήματος, παρόλο που η βασική τους διαφορά εξακολουθεί στην ουσία να υπάρχει: (επιτρέπω) επιτρεπτός - επιτρεπόμενος, (σκαλίζω) σκαλιστός - σκαλισμένος. 3. σε περιφραστική παθητική σύνταξη: γίνεται δεκτό / αντιληπτό κτλ., το δέχονται / το αντιλαμβάνονται κτλ. II. με ουσιαστικοποίηση ενός από τα τρία γένη του επιθέτου: ο συρτός· η μπηχτή, τρυπητή· το βραστό, πλεχτό, υφαντό.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. -τός κυρ. μεταρ. επίθημα παραγωγι κό επιθ.: αρχ. ἀριθμη-τός `που μπορεί να μετρηθεί΄, ελνστ. σφραγισ-τός, αρχ. πλεκ-τός, ελνστ. (μετον.) μεταξ-ωτός· -φτός: ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · -χτός: ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

-ωτό [otó] : επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών που προέρχονται από ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου επιθέτων σε -ωτός 1: (αμυγδαλωτός) αμυγδαλωτό, (τζαμωτός) τζαμωτό, (ψηφιδωτός) ψηφιδωτό. || σε τοπωνύμια: Λιακωτό, Πλακωτό.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. -ωτός 1]

-ωτός 1 -ωτή -ωτό [otós] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· γενικά δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (αγκίδα) αγκιδωτός, (αμύγδαλο) αμυγδαλωτός, (θόλος) θολωτός, (μετάξι) μεταξωτός, (τρίχα) τριχωτός, (φτερό) φτερωτός.

[αρχ. μετουσ. επίθημα -ωτός παραγωγικό επιθέτων: αρχ. ἀγκυλ-ωτός `που διαθέτει ιμάντα΄, ελνστ. δικτυ-ωτός, ὀδοντ-ωτός]

αβαθούλωτος -η -ο [avaθúlotos] Ε5 : που δεν είναι ή που δεν έγινε βαθουλός. ANT βαθουλωμένος.

[α- 1 βαθουλώ(νω) -τος]

αβαλσάμωτος -η -ο [avalsámotos] Ε5 : που δε βαλσαμώθηκε· αταρίχευτος. ANT βαλσαμωμένος.

[α- 1 βαλσαμώ(νω) -τος]

αβατσίνωτος -η -ο [avatsínotos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν τον μπόλιασαν με δαμαλίδα· αβατσίνιαστος.

[α- 1 βατσινώ(νω) -τος]

αβεβαίωτος -η -ο [avevéotos] Ε5 : που δεν επιβεβαιώθηκε, δεν εξακριβώθηκε: Aβεβαίωτες ειδήσεις / πληροφορίες, ανεπιβεβαίωτες. Aβεβαίωτοι φόροι, που δεν έχουν καθοριστεί από την εφορία.

[λόγ. α- 1 βεβαιω- (δες βεβαιώνω) -τος]

αβεβήλωτος -η -ο [avevílotos] Ε5 : που δε βεβηλώθηκε· ιερός, άσπιλος: ~ χώρος. H μνήμη του έμεινε αβεβήλωτη.

[λόγ. α- 1 βεβηλω- (δες βεβηλώνω) -τος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...45   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες