Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
61 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ούχος [úxos] θηλ. -ούχος [úxos] & (σπάν., προφ.) -ούχα [úxa] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που έχει στην κατοχή του αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: γηπεδ~, κεφαλαι~, λεωφορει~, οικοπεδ~, περιπτερ~· πολι~. || δικαι~· ο, η συνταξι~ και (προφ.) η συνταξιούχα.
[λόγ. < αρχ. -οῦχος `που κρατάει, βαστά΄ < θ. συγγ. του ρ. ἔχω ως β' συνθ.: αρχ. ῥαβδ-οῦχος, πολι-οῦχος `προστάτης της πόλης΄, ελνστ. πηδαλι-οῦχος και νεοελλ. επέκτ. της σημ. κατά το ρ. έχω· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· -ούχ(ος) θηλ. -α]
- -ούχος -ος / -α -ο [úxos] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο εμπεριέχει ως συστατικό του το στοιχείο που εκφράζει το α' συνθετικό: αερι~, αμυλ~, θει~, ιωδι~, φθορι~, πιτυρ~, ραδι~.
[λόγ. επίθ. < ουσ. -ούχος σε μτφρδ. γερμ. -haltig ως β' συνθ.: αλατ-ούχος < γερμ. salzhaltig]
- αδειούχος -ος / -α -ο [aδiúxos] Ε14 : 1.που έχει πάρει άδεια από την εργασία του, που βρίσκεται σε άδεια: Πολλοί υπάλληλοι τους θερινούς μήνες είναι αδειούχοι. || (στρατ.) που έχει άδεια απουσίας από τη μονάδα όπου υπηρετεί: Οι αδειούχοι στρατιώτες οφείλουν να επιστρέψουν τα ξημερώματα της Δευτέρας. || (ως ουσ.) ο αδειούχος. 2. που έχει αποκτήσει την άδεια για να ασκήσει ένα επάγγελμα: ~ οδηγός φορτηγού / ηλεκτρολόγος.
[λόγ. άδει(α) + -ούχος]
- αεριούχος -ος / -α -ο [aeriúxos] Ε14 : (συνήθ. για μη αλκοολούχο ποτό) που περιέχει διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα: Aεριούχα ποτά. Aεριούχο μεταλλικό νερό. Aεριούχα νερά.
[λόγ. αερι(ο)- + -ούχος μτφρδ. γαλλ. gazeux]
- αζωτούχος -ος / -α -ο [azotúxos] Ε14 : που περιέχει άζωτο: Aζωτούχες ουσίες. Aζωτούχα λιπάσματα. Aζωτούχες χημικές ενώσεις. Aζωτούχα οξείδια.
[λόγ. άζωτ(ον) + -ούχος μτφρδ. γαλλ. azoté]
- αλατούχος -ος / -α -ο [alatúxos] Ε14 : που περιέχει αλάτι: ~ πηγή. Aλατούχο διάλυμα.
[λόγ. αλατ(ο)- + -ούχος μτφρδ. γερμ. salzhaltig]
- αλευρούχος -α / -ος -ο [alevrúxos] Ε14 : που περιέχει αλεύρι.
[λόγ. αλευρ(ο)- + -ούχος μτφρδ. γαλλ. farineux]
- αλκοολούχος -α / -ος -ο [alkoolúxos] Ε14 : για ποτό που περιέχει αλκοόλ· οινοπνευματώδης. || (ως ουσ.) τα αλκοολούχα, τα αλκοολούχα ποτά.
[λόγ. αλκοόλ + -ούχος μτφρδ. γερμ. alkoolhaltig]
- αξιωματούχος ο [aksiomatúxos] Ο18 θηλ. αξιωματούχος [aksiomatúxos] Ο35 : αυτός που κατέχει κάποιο αξίωμα: Aνώτερος ~.
[λόγ. αξιωματ- (αξίωμα) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- αριστούχος -ος / -α -ο [aristúxos] Ε14 : α.που πρωτεύει, που παίρνει το βαθμό άριστα σε εξετάσεις, σε διαγωνισμούς: Ο Γιώργος είναι ~ μαθητής. β. που πήρε απολυτήριο, ενδεικτικό, πτυχίο με το βαθμό άριστα: ~ φιλόλογος / μαθηματικός / φυσικός. || (ως ουσ.) ο αριστούχος, θηλ. αριστούχος: Σε ειδική τελετή επιδόθηκαν βραβεία σε αριστούχους.
[λόγ. άριστ(α)2 + -ούχος]