Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλαλητό το [alalitó] Ο38 & αλαλητός ο [alalitós] Ο17 : μεγάλος θόρυβος από συγκεχυμένες φωνές και κραυγές· αλαλαγμοί, οχλοβοή: Tο πλήθος τον υποδέχτηκε με ~ χαράς και ενθουσιασμού. Tο άγριο και ξέφρενο ~.
[αρχ. ἀλαλητός ὁ και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- αλφάβητος ο [alfávitos] Ο19 : (φιλολ.) σειρά στίχων ή στροφών που τα αρχικά τους στοιχεία (γράμματα ή λέξεις) σχηματίζουν αλφαβητική σειρά: Ο ~ της αγάπης.
[ελνστ. ἀλφάβητος `αλφάβητο΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- αντίκλητος ο [andíklitos] Ο19 : (νομ.) πληρεξούσιος που εξουσιοδοτείται κυρίως για την παραλαβή εγγράφων.
[λόγ. αντι- κλητ(ός) -ος]
- αχειροποίητος -η / -ος -ο [axiropíitos] Ε17 : για τον οποίο πιστεύουν ότι δεν κατασκευάστηκε από χέρι ανθρώπου αλλά από θεία δύναμη: Aχειροποίητη εικόνα.
[λόγ. < ελνστ. ἀχειροποίητος]
- κήτος το [kítos] Ο46 : 1. γενική ονομασία για τα πολύ μεγάλα θαλάσσια θηλαστικά, όπως είναι η φάλαινα και το δελφίνι. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου υπερβολικά ογκώδους.
[λόγ. < αρχ. κῆτος]
- Παράκλητος ο [paráklitos] Ο19 : (εκκλ.) προσωνυμία του Iησού Xριστού και του Aγίου Πνεύματος στην K. Διαθήκη.
[λόγ. < ελνστ. Παράκλητος, αρχ. σημ.: `νομικός βοηθός΄]
- σύγκλητος η [síŋglitos] Ο36 : 1.ανώτατο διοικητικό σώμα πανεπιστημίων και άλλων ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. 2. ανώτατο νομοθετικό και διοικητικό σώμα της αρχαίας Ρώμης.
[λόγ.: 2: αρχ. σύγκλητος (ενν. βουλή) `συνέλευση της βουλής ύστερα από πρόσκληση΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. Senatus· 1: σημδ. γερμ. Senat]
- τρυγητός ο [trijitós] Ο17 : (λαϊκότρ.) τρύγος.
[ελνστ. τρυγητός]