Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ίδι
81 εγγραφές [1 - 10]
-ίδι [íδi] : επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα ή ουσιαστικά· δηλώνει: α. πράξη που γίνεται ή έγινε πολλές φορές: (βρίζω) βρισίδι, (σπρώχνω) σπρωξίδι, (στριμώχνω) στριμωξίδι· (κανόνι) κανονίδι, (μπουνιά) μπουνίδι, (πιστόλι) πιστολίδι, (τουφέκι) τουφεκίδι. β. αποτέλεσμα ενέργειας: (μουσκεύω) μουσκίδι. || σε συγκεκριμένα ουσιαστικά: (στολίζω) στολίδι, (στρώνω) στρωσίδι, (φτιάχνω) φτιασίδι. || (συνήθ. με το πρόθημα απο- και στον πληθ.) ό,τι απόμεινε από την ενέργεια τη σχετική με το σημαινόμενο από την πρωτότυπη λέξη: αποκαΐδι, αποστραγγίδι, αποχτενίδι· (πριονίζω) πριονίδι, (σκουπίζω) σκουπίδι.

[αρχ. μετουσ. υποκορ. επίθημα -ίδιον (με βάση το επίθημα -ιον σε λ. που το θέμα τους έληγε σε -ιδ-: ἀσπιδ- (ἀσπίς) > αρχ. ἀσπίδ-ιον `μικρή ασπίδα΄) > μσν. -ίδιν > -ίδι (και -είδι, -ύδι μετά τη σύμπτ. της προφ. των φων.): αρχ. αἰγ-ίδιον (< αἴξ θ. αἰγ-) > μσν. γίδιν, ελνστ. κεραμ-ίδιον (< αρχ. κεραμίς θ. κεραμιδ-) > μσν. κεραμίδι, αρχ. καρύ-διον (< κάρυ-ον) > μσν. καρύδιν > καρύδι, ελνστ. *ὀστρε-ίδιον (< αρχ. ὄστρε-ον) > μσν. *στρείδι (δες και -ίδιο)· το επίθημα μετά την απώλεια της υποκορ. σημ. χρησιμοποιήθηκε στον πληθ. -ίδια σε συσχετισμό με ρήματα για να δηλώσει ρηματ. ενέργεια ή συνηθέστερα ασήμαντα πράγματα: σκουπ-ίδια (< σκουπίζω), ροκαν-ίδια, αποκα-ΐδια (< αποκά-ηκα), κοψ-ίδια, κατόπιν στον εν. σαν περιλ.: ροκαν-ίδι, αποκα-ΐδι, και τελικά σε συσχετισμό με όν.: κανον-ίδι (< κανόν-ι)]

ανεμίδι το [anemíδi] Ο44 : όργανο της υφαντικής με το οποίο τυλίγουμε σε μασούρια το νήμα που ξετυλίγεται από την ανέμη· ανεμίδα.

[ανέμ(η) -ίδι]

αντίδι το [andíδi] Ο44 : ποώδες φυτό που καλλιεργείται και τρώγεται ως λαχανικό: Φύλλο / ρίζα από ~. Πίτα με αντίδια. Aντίδια βραστά / σαλάτα. αντιδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. αντίδι(ν) < αντίδιον < εντ(ίβιον) κατά το επίθημα -ίδιον και τροπή του αρχικού [e > a] από συμπροφ. με το άρθρο στον πληθ. και ανασυλλ. [ta-end > tand > t-and] < υποκορ. του ελνστ. ἔντυβος, ἴντυβος < λατ. intubus]

αντικλείδι το [andiklíδi] Ο44 : κλειδί που χρησιμοποιείται για το άνοιγμα, ιδίως μυστικό ή παράνομο, μιας κλειδαριάς, ενώ δεν κατασκευάστηκε ειδικά γι΄ αυτή: Οι κλέφτες άνοιξαν την πόρτα χρησιμοποιώντας ~. Γενικό ~, πασπαρτού.

[μσν.(;) *αντικλείδι(ον) υποκορ. του ελνστ. ἀντίκλεις]

απίδι το [apíδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) ο καρπός της απιδιάς· αχλάδι. ΦΡ (θα σου δείξω εγώ) πόσα απίδια βάζει / έχει ο σάκος*.

[μσν. απίδι(ν) < ελνστ. ἀπίδιον υποκορ. του αρχ. ἄπιον]

αποκαΐδι το [apokaíδi] Ο44 : υπόλειμμα ξύλου ή πυρκαγιάς που δεν απανθρακώθηκε: Aπό το σπίτι / το δάσος που πήρε φωτιά, έμειναν μόνο αποκαΐδια.

[αποκα- (αποκαίω) -ίδι]

αποπαίδι το [apopéδi] Ο44α : (λαϊκότρ.) 1. παραμελημένο ή παραγκωνισμένο παιδί. || (επέκτ.) για καθέναν που είναι παραμελημένος ή παραγκωνισμένος. 2. παιδί που έχει αποκληρωθεί από την πατρική κληρονομιά.

[απο- παιδ(ί) -ι]

αρίδι το [aríδi] Ο44 : είδος τρυπανιού, μικρή αρίδα

[ελνστ. ἀρίδιον υποκορ. του αρχ. ἀρίς]

αρχίδι το [arxíδi] Ο44 : 1.(χυδ.) καθένας από τους δύο όρχεις. ΦΡ στ΄ αρχίδια μου, για να δηλώσουμε αδιαφορία και περιφρόνηση για κπ. ή για κτ. δεν έχει αρχίδια, δεν είναι άντρας, δεν έχει προσωπικότητα. έχει αρχίδια / με αρχίδια, είναι σπουδαίος. παίρνω τ΄ αρχίδια μου, για να δηλώσουμε ότι ενώ περιμέναμε να γίνει κτ. αυτό δεν έγινε. μου ΄πρηξε* τ΄ αρχίδια. ξύνω* τ΄ αρχίδια μου. καλώς τ΄ αρχίδια μας (τα δυο), για να δηλώσουμε ότι δε μας δημιουργεί ιδιαίτερη ευχαρίστηση η άφιξη κάποιου. || Aρχίδια, ως απάντηση σε ερώτηση, για να δηλώσουμε ότι κτ. δεν έγινε, αποκλείεται να έγινε ή να ισχύει: Tην τέλειωσες τη δουλειά στην εφορία; - Aρχίδια. 2. (μτφ., υβρ.) για άνθρωπο τιποτένιο, επικίνδυνο κτλ.: Aυτός είναι μεγάλο ~.

[μσν. αρχίδι < ελνστ. ὀρχίδιον (υποκορ. του αρχ. ὄρχις ὁ) με τροπή [o > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-orxi > enarxi > en-arxi] ]

βαλανίδι το [valaníδi] & βελανίδι το [velaníδi] Ο44 : ο καρπός της βαλανιδιάς.

[ελνστ. *βαλανίδι(ον) υποκορ. του αρχ. βάλανος (διαφ. το ελνστ. βαλανίδιον `μικρό λουτρό΄)· μσν. *βελανίδι(ον) (πρβ. μσν. βελάνι) < *βαλανίδιον [a > e] (;)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες