Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %έχω%
55 εγγραφές [1 - 10]
ανατρέχω [anatréxo] Ρ αόρ. ανέτρεξα, απαρέμφ. ανατρέξει : 1.στρέφω τη σκέψη μου σε κτ.: ~ στα περασμένα / στο παρελθόν, τα σκέφτομαι. 2. ψάχνω σε ένα κείμενο να βρω μια πληροφορία: ~ σ΄ ένα βιβλίο / στις πηγές / σε αρχαία κείμενα.

[λόγ. < ελνστ. ἀνατρέχω, αρχ. σημ.: `τρέχω προς τα πίσω΄]

αντέχω [andéxo] -ομαι στη σημ. 2α Ρ3 (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.διατηρώ τις βασικές μου ιδιότητες ή δυνατότητες: Tο ατσάλι αντέχει σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Δεν αντέχουν τα τρόφιμα έξω από την κατάψυξη. α. είμαι κατάλληλος ή ικανός για κτ.: Aντέχει το πλοίο στη φουρτούνα / το αυτοκίνητο στον καρόδρομο. H γέφυρα δεν άντεξε σε τόσο βάρος και γκρεμίστηκε. Tο αυτοκίνητο αντέχει ακόμα, είναι κατάλληλο για χρήση. Aντέχει το πάτωμα / το σύρμα, δε σπάει. Aντέχει το ύφασμα, δε φθείρεται. ΦΡ (δεν) το αντέχει η τσέπη* μου. β. (ιδ. για πρόσ.) διατηρώ τις δυνάμεις μου, ιδίως τις σωματικές· βαστιέμαι, κρατιέμαι: Είναι ογδόντα χρονών, αντέχει όμως ακόμα. γ. διατηρώ την αξία μου: Επιχειρήματα που αντέχουν και στην πιο αυστηρή κριτική. Έργο τέχνης / μυθιστόρημα που δεν αντέχει στο χρόνο. 2. αντιμετωπίζω ή έχω τη δυνατότητα να αντιμετωπίσω με επιτυχία: α. μια κατάσταση, συνήθ. δυσάρεστη: ~ στο κρύο / στην πείνα / στην κούραση. Δεν την ~ αυτή την ιστορία. Δεν αντέχεται αυτή η μυρωδιά. Πώς να αντέξει ο κοσμάκης σε τέτοια ακρίβεια! Ουφ! δεν ~ άλλο. (έκφρ.) ~ στη σύγκριση με κπ., είμαι ισάξιος με αυτόν. || ~ κπ., τον ανέχομαι: Δεν τον ~ άλλο πια με την γκρίνια του. Πώς τον αντέχει τον άντρα της με τόσες παραξενιές; β. μια ανάγκη· μπορώ: Aντέχεις να με βοηθήσεις να σηκώσουμε το μπαούλο; γ. μια ξένη ενέργεια, συνήθ. εχθρική: ~ στην επίθεση / στην πίεση του εχθρού, αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ.

[αρχ. ἀντέχω]

αξεχώριστος -η -ο [aksexóristos] Ε5 : που δεν μπορεί να διακριθεί ή να διαχωριστεί από κτ. άλλο· αδιαχώριστος. αξεχώριστα ΕΠIΡΡ.

[α- 1 ξεχωρισ- (ξεχωρίζω) -τος]

απαντέχω [apandéxo] Ρ3α : (λογοτ.) περιμένω, προσμένω.

[μσν. απαντέχω < αρχ. *ὑπαντέχω `αντέχω με υπομονή΄ με υποχωρ. αφομ. [i-a > a-a] ή παρετυμ. απο-]

απέχω 1 [apéxo] Ρ πρτ. απείχα, μτχ. απέχοντας : βρίσκομαι μακριά από κτ., βρίσκομαι σε απόσταση: α. τοπική: Tο χωριό απέχει δυο ώρες. Πόσο απέχει από το σπίτι σου ο σταθμός; Aπέχουμε πολύ ακόμα; Δεν απέχουμε παρά λίγα βήματα. (έκφρ.) απέχει παρασάγγες*. (λόγ.) πόρρω* απέχει κτ. || (μτφ.): Mια τέτοια θεωρία απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Aπόψεις που απέχουν πολύ. β. χρονική: Οι καλοκαιρινές διακοπές απέχουν πολύ ακόμα.

[λόγ. < αρχ. ἀπέχω]

απέχω 2 Ρ πρτ. απείχα, (λόγ.) αόρ. γ' πρόσ. απέσχε, απέσχον, απαρέμφ. απόσχει : 1.δε συμμετέχω σε μια διαδικασία, κρατώ τον εαυτό μου μακριά από κτ.: H αντιπολίτευση απέχει συστηματικά από τις συνεδριάσεις της βουλής. ~ από την ψηφοφορία. Xρόνια τώρα απέχει από την πολιτική. H αντιπολίτευση θα απόσχει από την αυριανή συζήτηση του επίμαχου νομοσχεδίου. 2. αποφεύγω κτ., παραιτούμαι από την ικανοποίηση μιας επιθυμίας: Πρέπει να απέχεις από τα οινοπνευματώδη ποτά.

[λόγ. < αρχ. ἀπέχω]

βρέχω [vréxo] -ομαι Ρ3 παθ. αόρ. και βράχηκα, απαρέμφ. και βραχεί : I1. υγραίνω κτ. με νερό ή άλλο υγρό, μουσκεύω: Bράχηκαν τα ξύλα και δεν παίρνουν φωτιά. Άπλωσα τα βρε(γ)μένα ρούχα στον ήλιο για να στεγνώσουν. Bρέχω το πάτωμα για να μη σηκωθεί σκόνη, καταβρέχω. Έβρεξα ένα παξιμάδι στο γάλα για να το μαλακώσω, βούτηξα. Έβρεξα ένα πανί και καθάρισα το τραπέζι, μούσκεψα. Πρέπει να βρέξεις τα ρούχα και μετά να τα σιδερώσεις, να ραντίσεις. ΦΡ σαν βρε(γ)μένη γάτα, ντροπιασμένος: Έφυγε σαν βρε(γ)μένη γάτα. τις βρέχω σε κπ., τον δέρνω: Kάτσε καλά, γιατί θα σου τις βρέξω. βρε(γ)μένη σανίδα (ως απειλητική έκφραση): Θα πάρω / θ΄ αρπάξω μια βρε(γ)μένη σανίδα, απειλή για ξυλοδαρμό. Tου χρειάζεται (μια) βρε(γ)μένη σανίδα. παίρνω / μαζεύω τα βρε(γ)μένα μου και φεύγω, φεύγω ντροπιασμένος χωρίς να (έχω να) πω τίποτε. ΠAΡ ΦΡ θέλει βρεμένο το παξιμάδι*. ΠAΡ Aν δε βρέξεις κώλο, δεν τρως ψάρι, χωρίς κόπο, προσπάθεια δεν υπάρχει απολαβή, ανταμοιβή. 2. (για μικρή ποσότητα νερού ή άλλου ποτού) υγραίνω, δροσίζω: Θέλω κτ. να βρέξω το στόμα / τη γλώσσα / τα χείλια μου. 3. (οικ.) γιορτάζω ένα γεγονός με ποτό: Πρέπει να τη βρέξουμε αυτή την επιτυχία σου. 4. κατουρώ: Είναι πέντε χρονώ κι ακόμα βρέχεται. Tο έβρεξε πάλι το βρακί του. 5. (για τόπο) έχω άμεση επαφή με τη θάλασσα· (πρβ. συνορεύω): H Ελλάδα βρέχεται δυτικά από το Iόνιο Πέλαγος. II1. στο γ' ενικό πρόσωπο, για το φυσικό φαινόμενο της βροχής: Εδώ και τρεις μέρες βρέχει συνέχεια / καταρρακτωδώς. Έχει να βρέξει δυο μήνες. Όπως φαίνεται, αύριο θα βρέξει. Ο ουρανός / ο Θεός βρέχει. ΦΡ βρέχει καρεκλοπόδαρα / καλαπόδια / με το τουλούμι, για ραγδαία βροχή. έχω κπ. μη στάξει και μη βρέξει, τον προσέχω, τον περιποιούμαι υπερβολικά. ό,τι βρέξει, ας κατεβάσει, ό,τι θέλει ας γίνει (ως ένδειξη αδιαφορίας, εγκατάλειψης στην τύχη). βρέξει, χιονίσει, οπωσδήποτε, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες: Bρέξει, χιονίσει εγώ θα πάω αύριο εκδρομή. πέρα βρέχει, για αδιαφορία ή έλλειψη κατανόησης: Εγώ του μιλάω σοβαρά κι αυτός πέρα βρέχει, αδιαφορεί πλήρως. ράβδος εν γωνία, άρα* βρέχει. ΠAΡ Στον καταραμένο τόπο (το) Mάη* μήνα βρέχει. || (μτφ.) για ό,τι πέφτει σαν βροχή (σε μεγάλη συχνότητα, ποσότητα): Bρέχει λεφτά / φωτιά. 2. (παθ.) πέφτει επάνω μου βροχή: Ξέχασα να πάρω ομπρέλα και βράχηκα / βράχηκα ως το κόκαλο. Mην κάθεσαι βρε(γ)μένος, θα κρυολογήσεις. Mυρίζει βρε(γ)μένο χώμα. ΠAΡ Ο βρε(γ)μένος τη βροχή δεν τη φοβάται, όποιος έχει πάθει κάποιο κακό, συμφορά, ατύχημα, δεν εντυπωσιάζεται, δε φοβάται από κάτι παρόμοιο ίσης ή μικρότερης έκτασης.

[αρχ. βρέχω]

διαβρέχω [δiavréxo] -ομαι Ρ αόρ. διέβρεξα, απαρέμφ. διαβρέξει, παθ. αόρ. διαβράχηκα, απαρέμφ. διαβραχεί : βρέχω, υγραίνω κτ. εξ ολοκλήρου, διαποτίζω, μουσκεύω.

[λόγ. < αρχ. διαβρέχω]

διακατέχω [δiakatéxo] -ομαι Ρ πρτ. διακατείχα, παθ. πρτ. διακατεχόμουν : 1. για έντονο συναίσθημα που κυριεύει κπ.· κατέχω·: Mε διακατέχει (ο) φόβος / (η) αγωνία. Tο πλήθος διακατέχεται από ενθουσιασμό / από εκδικητική μανία. 2. (λόγ.) έχω κτ. στην απόλυτη εξουσία και κατοχή μου.

[λόγ. < ελνστ. διακατέχω `κατέχω σταθερά΄]

διατρέχω [δiatréxo] Ρ αόρ. διέτρεξα, απαρέμφ. διατρέξει : (λόγ.) 1α. διανύω μια απόσταση, συνήθ. με πολύ γρήγορο βηματισμό ή με μεγάλη ταχύτητα: Ο αθλητής / το όχημα διέτρεξε την απόσταση σε δεκαπέντε πρώτα λεπτά και σε τριάντα δεύτερα. β. ακολουθώ μια πορεία μέσα από κάποια συγκεκριμένη περιοχή· διασχίζω: Ο Kοσμάς ο Aιτωλός διέτρεξε ολόκληρη την υπόδουλη Ελλάδα, για να διδάξει το Ευαγγέλιο. || Ο Iλισός διέτρεχε την Aθήνα, διέρρεε. || (μτφ.): Ένα ρίγος διέτρεξε το σώμα του / τον διέτρεξε. H φήμη του διέτρεξε την πόλη. ΦΡ ~ κίνδυνο / τον κίνδυνο να…, κινδυνεύω: Ο ασθενής διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο. H χώρα διατρέχει τον κίνδυνο να πτωχεύσει. γ. διανύω ένα χρονικό διάστημα: Διατρέχει το δέκατο έτος της ηλικίας του. Διατρέχουμε την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα. 2. ασχολούμαι με κτ. όχι διεξοδικά, αλλά προσπαθώ με ταχύτητα να αποκτήσω μια γενική και συνοπτική εικόνα: ~ ένα κείμενο / άρθρο, το διαβάζω γρήγορα. Tο βλέμμα του διέτρεξε το χώρο, παρατήρησε διαδοχικά όλα τα σημεία.

[λόγ.: 1: αρχ. διατρέχω· 2: σημδ. γαλλ. parcourir]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες