Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -τήρας [tíras] : επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει: 1. αντικείμενο, όργανο, συσκευή κτλ. με το οποίο γίνεται η ενέργεια του ρήματος, κατάλληλο να κάνει αυτό που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται: (απορροφώ) απορροφητήρας, (βράζω) βραστήρας, (καταβρέχω) καταβρεχτήρας, (ψεκάζω) ψεκαστήρας. 2. το πρόσωπο που ενεργεί (σε παλαιότερα σύνθετα που δεν αναλύονται στα νέα ελληνικά): (καλώ) κλητήρας, (σώζω) σωτήρας.
[λόγ. < αρχ. μεταρ. επίθημα -τήρ, αιτ. -τῆρα παραγωγικό δραστικών ουσ. συνήθ. για ανθρώπους: αρχ. δο-τήρ `που δίνει΄, σω-τήρ `σωτήρας΄, λαμπ-τήρ `βάση πυρσού΄]