Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ωνω"
1 εγγραφή
-ώνω [óno] -ομαι : επίθημα: I. για το σχηματισμό ρημάτων παράγωγων: 1. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κάνει, εκτελεί την ενέργεια που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (βίδα) βιδώνω, (κλειδί) κλειδώνω, (κουμπί) κουμπώνω, (λίγδα) λιγδώνω, (πληγή) πληγώνω· (θάλασσα) θαλασσώνω, (χαντάκι) χαντακώνω. 2. από επίθετα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος αποκτά τις ιδιότητες που εκφρά ζει η πρωτότυπη λέξη ή ενεργεί ώστε το αντικείμενο του ρήματος να έχει αυτές τις ιδιότητες: (παλαβός) παλαβώνω, (αραιός) αραιώνω. II. για το μεταπλασμό στη νέα ελληνική ρημάτων σε -ώ: αναπληρώνω, δηλώνω, ελευθερώνω, κατορθώνω, στεφανώνω, υψώνω.

[ελνστ. & μσν. -ώνω μεταπλ. των αρχ. μετον. ρηματ. επιθημάτων -ννυμι (ελνστ. -ννύω), -ῶ (που προερχόταν από συναίρεση των ρ. σε -όω), με βάση το συνοπτ. θ. -ωσ-: αρχ. στρώ-ννυμι > ελνστ. στρω-ννύω > μσν. στρώνω, αρχ. ἐλευθερ(ῶ) > ελευθερ-ώνω, ἀξι(ῶ) > αξι-ώνω, ζημι(ῶ) > ζημι-ώνω κατά το σχ.: χασ- (έχασα) - χάνω, φθασ- (έφθασα) - φθάνω και επέκτ. σε νέες μετον. παραγωγές: χαντάκ(ι) -ώνω, βίδ(α) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες