Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-τρο"
5 εγγραφές [1 - 5]
-τρο [tro] : επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει όργανο, αντικείμενο, εργαλείο και γενικά το μέσο με το οποίο εκτελείται, γίνεται η ενέργεια που εκφράζει η πρωτότυ πη λέξη: (θηλάζω) θήλαστρο, (σκεπάζω) σκέπαστρο, (στεγάζω) στέγαστρο, (σκιάζω) σκιάχτρο.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. μεταρ. επίθημα -τρον δηλω τικό εργαλείου: αρχ. σκέπασ-τρον `σκέπασμα΄, πλῆκ-τρον]

-τροφείο [trofío] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· σε σύνθεση με το λόγιο τύπο του ουσιαστικού που υπάρχει ως α' συνθετικό, όταν αυτό απαντά με λόγιο και μη λόγιο τύπο· δηλώνει επαγγελματικό χώρο κατάλληλο: 1. για την περιποίηση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: ορφανο~. || οικο~. 2. για τη συστηματική εκτροφή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: αγελαδο~, θηριο~, ορνιθο~, πτηνο~, χοιρο~. (πρβ. -κομείο).

[λόγ. < ελνστ. -τροφεῖον (< αρχ. -τρόφ(ος) -εῖον) ως β' συνθ.: ελνστ. ὀρφανο-τροφεῖον, θηριο-τροφεῖον]

-τροφία [trofía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει τη συστηματική εκτροφή των ζώων, πτηνών κτλ. που δηλώνει το α' συνθετι κό· (πρβ. -καλλιέργεια2): ιππο~, ιχθυο~, κονικλο~, μελισσο~, ορνιθο~, προβατο~, πτηνο~, χοιρο~.

[λόγ. < αρχ. -τροφία (< αρχ. -τρόφ(ος) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. ἱππο-τροφία]

-τροφος [trofos] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που ζει με τον τρόπο που υποδηλώνει το α' συνθετικό: οικό~.

[λόγ. < ελνστ. -τροφος < θ. συγγ. του αρχ. ρ. τρέφω ως β' συνθ.: ελνστ. οἰκό-τροφος `(δούλος;) μεγαλωμένος στο σπίτι΄]

-τρόφος [trófos] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που έχει ως επάγγελμα την εκτροφή των ζώων, πτηνών κτλ. που δηλώνει το α' συνθετικό: αγελαδο~, αιγο~, κτηνο~, ορνιθο~, χοιρο~.

[λόγ. < αρχ. -τρόφος (θ. συγγ. του αρχ. ρ. τρέφω) ως β' συνθ.: αρχ. παιδο-τρόφος `που ανατρέφει παιδιά΄, κυνο-τρόφος `που ανατρέφει σκύλους΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες