Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -θηρία [θiría] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: α. το κυνήγι ή την επίμονη και συστηματική επιδίωξη αυτού που αναφέρεται ως α' συνθετικό: φαλαινο~, χρυσο~, προικο~, ψηφο~. β. τον τρόπο με τον οποίο γίνεται το κυνήγι: λαθρο~.
[λόγ. < αρχ. -θηρία < -θήρ(ας) -ία ως β' συνθ.: αρχ. ἀνθρωπο-θηρία `κυνήγι ανθρώπων΄]