Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -θεραπεία [θerapía] : το ουσ. θεραπεία ως β' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. σε προσδιοριστικά σύνθετα με α' συνθετικό κυρίως ουσιαστικό ή σπάνια επίθετο ή αντωνυμία δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται κάποια θεραπεία: ακτινο~, χημειο~, ψυχρο~, αυτο~. || ηλιο~. 2. σε αντικειμενικά σύνθετα με α' συνθετικό ουσιαστικό δηλώνει την ασθένεια την οποία θεραπεύουμε: ψυχο~, ουλο~.
[λόγ. < αρχ. θεραπεία `γιατρειά΄ σε παράγωγες λέξεις: αρχ. ἀπο-θεραπεία & διεθ. -therapy < αρχ. θεραπεία ως β' συνθ.: ηλιο-θεραπεία < γαλλ. héliothérapie, ψυχο-θεραπεία < αγγλ. psychotherapy]