Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -έλι [éli] : ατονημένο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα: (κόπανος) κοπανέλι, (κόκκινος) κοκκινέλι.
[μσν. υποκορ. επίθημα -έλλι(ν) (ορθογρ. απλοπ.) < -έλλιον με αποφυγή της χασμ. < επέκτ. του -ιον από ουσ. με θ. σε -ελλ-: ελνστ. κρίκελλ(ος) > υποκορ. κρικέλλ-ιον με νέα ανάλ.: κρικ-έλλιον > μσν. κρικέλλι(ν) & < λατ. υποκορ. επίθημα -ellum: flagellum > ελνστ. φραγγ-έλλιον]