Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-έλι"
1 εγγραφή
-έλι [éli] : ατονημένο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα: (κόπανος) κοπανέλι, (κόκκινος) κοκκινέλι.

[μσν. υποκορ. επίθημα -έλλι(ν) (ορθογρ. απλοπ.) < -έλλιον με αποφυγή της χασμ. < επέκτ. του -ιον από ουσ. με θ. σε -ελλ-: ελνστ. κρίκελλ(ος) > υποκορ. κρικέλλ-ιον με νέα ανάλ.: κρικ-έλλιον > μσν. κρικέλλι(ν) & < λατ. υποκορ. επίθημα -ellum: flagellum > ελνστ. φραγγ-έλλιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες