Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-άδικο"
4 εγγραφές [1 - 4]
-άδικο 1 [áδiko] : (οικ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν την οικογένεια ή το σπίτι, τη συνοικία ή το συνοικισμό όπου κατοικεί το πρόσωπο που δίνει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -αίικο, -ιώτικο): (Nοταράς) Nοταράδικο.

[< -άδικο22]

-άδικο 2 : επίθημα ουδέτερων τοπικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει: 1. κατάστημα στο οποίο μπορεί κανείς να βρει για αγορά ή γενικά για κατανάλωση αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ικο 1): (μακαρόνια) μακαρονάδικο, (ούζο) ουζάδικο, (σάντουιτς) σαντουιτσάδικο, (φαγητά - φαγιά) φαγάδικο, (φαστφούντ) φαστφουντάδικο. || χωρίς να συνδέεται, ακόμη και όταν υπάρχει, με ανάλογο επαγγελματικό ουσιαστικό σε -άς 1: αρβυλάδικο, γαλατάδικο, παντοφλάδικο, παπουτσάδικο, σποράδικο. 2. κτίριο, εργαστήριο και γενικά χώρο κατάλληλο για - ή σχετικό με- αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μοδίστρα) μοδιστράδικο, (τρελός) τρελάδικο.

[θ. σε -αδ- ανισοσύλλαβων αρσ. επαγγελμ. ουσ. σε -άς με προσθήκη του επιθήματος -ικο: ψωμαδ- (ψωμάς) > ψωμάδ-ικο με επέκτ. σε άλλα ουσ.: μοδιστρ-άδικο]

-άδικος -άδικη -άδικο [áδikos] : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ικος): (ψαράς) ψαράδικος, (σφουγγαράς) σφουγγαράδικος, (ραγιάς) ραγιάδικος, (φουκαράς) φουκαράδικος.

[θ. σε -αδ- ανισοσύλλαβων αρσ. ουσ. σε -άς με προσθήκη του επιθήματος -ικος: ψαραδ- (ψαράς) > ψαράδ-ικος]

-άς -ού -άδικο / -ούδικο [ás] : επίθημα ανισοσύλλαβων ονομάτων παράγωγων από ουσιαστικά· μέσα στην πρόταση τα ονόματα αυτά λειτουργούν συνηθέστερα ως κατηγορούμενα και λιγότερο ως επιθετικοί προσδιορισμοί και δηλώνουν το πρόσωπο (άντρα, γυναίκα, παιδί ή γενικά έμψυχο ουδέτερου γένους) που χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (γλώσσα) γλωσσάς - γλωσσού - γλωσσάδικο, (λόγος) λογάς - λογού - λογάδικο, (φαΐ) φαγάς - φαγού - φαγάδικο / φαγούδικο. || συχνά δηλώνει το πρόσωπο που αγαπά, που του αρέσει να τρώει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μακαρόνια) μακαρονάς - μακαρονού - μακαρονάδικο.

[επίθημα επιθ. < -άς 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες