Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "όσιος -α -ο"
1 εγγραφή
όσιος -α -ο [ósios] Ε6 θηλ. και οσία : 1. ως επιτατικό στις ΦΡ τα ιερά και τα όσια, ό,τι πιο ιερό έχει κάποιος. δεν έχει ούτε ιερό* ούτε όσιο. 2. (και ως ουσ.) ο όσιος, θηλ. οσία, χαρακτηρισμός χριστιανού μοναχού ή ασκη τή για τον οποίο αναγνωρίστηκε επίσημα από την εκκλησία ότι έζησε απόλυτα σύμφωνα με τους κανόνες της θρησκείας: Όσιοι, μάρτυρες και ομολογητές. Ο ~ Xριστόδουλος, ιδρυτής του μοναστηριού στην Πάτμο. ΦΡ η οσία Mαρία, για άνθρωπο που παριστάνει τον αθώο ενώ δεν είναι: Kάνει / παριστάνει την οσία (Mαρία). Ήρθε να μου μιλήσει σαν την οσία Mαρία. είναι / έγινε σαν ~, έχει πολύ αδυνατισμένο πρόσωπο.

[λόγ. < ελνστ. ὅσιος, αρχ. σημ.: `σύμφωνος με το νόμο του θεού ή της φύσης, ευσεβής΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες