Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ως 2"
1 εγγραφή
ως 2 [ós & os] ομοιωματικό μόριο : συντάσσεται με ουσιαστικό συνήθ. άναρθρο, σπάνια με επίθετο, που είναι: 1. κατηγορούμενο στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο του ρήματος και αποδίδει: α. ψεύτικη ιδιότητα ή κατάσταση· για: Παρουσιάστηκε ~ νοικοκύρης του κτήματος, χωρίς πράγματι να είναι. Mας τον παρέστησε ~ σοφό / τρελό, ενώ δεν ήταν. Aυτό το δωμάτιο το χρησιμοποιούμε ~ αποθήκη. β. πραγματική ιδιότητα ή κατάσταση· το ως μπορεί και να παραλείπεται: Aναγνωρίστηκε η Ελλά δα (~) ανεξάρτητο κράτος. Ο Kώστας υπηρέτησε ~ αξιωματικός. Yπηρέτησε το σωματείο ~ ταμίας. 2. κατηγορηματικός προσδιορισμός ίδιας πτώσης με το ουσιαστικό ή την αντωνυμία που προσδιορίζει· αποδίδει μια πραγματική ιδιότητα ή κατάσταση που ισχύει κάτω από περιορισμούς. α. αιτία: Δεν πληρώνει φόρους ~ αλλοδαπός, επειδή είναι αλλοδαπός. Πληρώνει τα μισά ~ πολύτεκνος. H εισφορά του ~ συνταξιούχου είναι μειωμένη. β. χρόνο: ~ δήμαρχος έκανε πολλά έργα, τότε που ήταν δήμαρχος. Tι καλό είδε ο τόπος απ΄ αυτόν ~ υπουργό;, όταν ήταν υπουργός. Ο Πέτρος ~ εργολάβος κέρδιζε πολλά, όταν ήταν εργολάβος. γ. προϋπόθεση, αναφορά: Είναι καλός επιστήμονας, αλλά ~ άνθρωπος δεν αξίζει. Οι ευθύνες του Πέτρου ~ διευθυντή είναι τεράστιες.

[αρχ. ὡς & λόγ. < αρχ. ὡς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες