Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ως 1"
1 εγγραφή
ως 1 [ós & os] πρόθ. : έως· συντάσσεται: I. με αιτιατική και δηλώνει: 1. το τέρμα μιας κίνησης, ενέργειας ή έκτασης· (η αφετηρία δηλώνεται με την πρόθεση από). α. τοπικά: Aπό το σπίτι μου ~ το γραφείο είναι μισή ώρα με τα πόδια. Tα σπαρτά έφταναν ~ τη μέση μας. Δε διακρίνω τίποτε ~ το τέρμα του δρόμου. Έτρεξε ~ το δρόμο. Tον συνόδευσε ~ το σταθμό. Aπό την κορφή ~ τα νύχια. Έφτασε ~ το βαθμό του διευθυντή. || βραχυλογικά με ονομαστική: Έφτασε ~ διευθυντής και πήρε σύνταξη. || ισοδυναμεί με την πρόθεση σε, όταν εκφράζει σκόπιμη κατεύθυνση: Θα πεταχτώ ~ το σπίτι μου, στο σπίτι. Πάμε ~ το χωριό;, στο χωριό. (έκφρ.) ~ το κόκαλο*. β. χρονικά: Tο μυστικό το κράτησε ~ το θάνατό του. Aπό τις οχτώ ~ τη μία. Περίμενα ~ τα ξημερώματα. ~ τις μέρες μας. ~ αυτή τη στιγμή. 2. (με απόλυτα αριθμητικά ή λέξεις που εκφράζουν ποσά) προσέγγιση περίπου, όχι παραπάνω: Xρειάζεται ~ τρεις χιλιάδες. ~ ποιο ποσό μπορείς να διαθέσεις; II1. με άλλες πτώσεις: α. με ονομαστική, όταν το εμπρόθετο αναφέρεται στο υποκείμενο της πρότασης: ~ χίλιοι άνθρωποι ήταν μαζεμένοι. Έφτασε ~ υποδιευθυντής και μετά παραιτήθηκε. ~ εκατό κομμάτια θα χρειαστούν. || για δήλωση διαβάθμισης, από το λιγότερο ως το περισσότερο ή το χειρότερο: Aισθανόταν ενοχλημένος ~ οργισμένος. β. με γενική σε λόγιες στερεότυπες εκφράσεις: ~ του χρόνου, ως τον επόμενο χρόνο. 2. με επίρρημα τοπικό ή χρονικό: ~ κάτω / πάνω / πέρα / μακριά / εδώ / εκεί / χθες / αύριο / τότε / σήμερα. ~ πότε να σε περιμένω;, ως ποια ώρα; ~ πότε (πια) θα περιμένω, για ανυπομονησία. || σε στερεότυπη εκφορά: από*… ~ / μέχρι. ΦΡ και εκφράσεις ~ εδώ* (και μη παρέκει). λίγο ~ πολύ, αρκετά: Είναι λίγο ~ πολύ επηρεασμένος από τα γεγονότα. από πού* κι ~ πού; είμαι ~ εδώ*. φέρνω κπ. ~ εδώ*. 3. με πρόθεση ~ σε: ~ σε μια ώρα.

[ελνστ. ὡς (και ὥς;) `ενόσω, μέχρι· εκεί που΄, αρχ. σημ.: `αμέσως μόλις΄ με επίδρ. της σημ. του αρχ. ἕως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες