Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "χρηστικός -ή -ό"
1 εγγραφή
χρηστικός -ή -ό [xristikós] Ε1 : α.που προορίζεται για χρήση: Στο αρχαιολογικό μουσείο βλέπουμε χρηστικά και αναθηματικά αντικείμενα. β. που χάρη στον τρόπο της οργάνωσης, της συγκρότησης ή της κατασκευής του είναι κατάλληλος για ευρεία χρήση· (πρβ. εύχρηστος): Εκδόθηκε μια πολύ χρηστική επιτομή της γραμματικής / ένα χρηστικό λεξικό. H Οδύσσεια κυκλοφόρησε σε δύο εκδόσεις, μία χρηστική και μία πολυτελή.

[λόγ. < αρχ. χρηστικός `ικανός να χρησιμοποιήσει΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες