Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "χλωμός -ή -ό"
2 εγγραφές [1 - 2]
κατάχλωμος -η -ο [katáxlomos] Ε5 : πάρα πολύ χλωμός: Έγινε / είναι ~ από την αρρώστια / από το φόβο.

[κατα- χλωμ(ός) -ος]

χλωμός -ή -ό [xlomós] Ε1 : 1.(για την επιδερμίδα, κυρ. του προσώπου) ωχρός, κίτρινος: Ήταν ~ από την πρόσφατη αρρώστια του / από την αναιμία. Έγινε ~ από το φόβο του. 2. (για λάμψη, φως) που δεν είναι δυνατός, έντονος: H χλωμή λάμψη των μακρινών αστεριών. Tο χλωμό φως του φεγγαριού / καντηλιού. || (μτφ.): Οι χλωμές αναμνήσεις / εικόνες της νιότης του, που δεν έχουν διατηρηθεί έντονα στη μνήμη. ΦΡ χλωμό πρόσω πο, χαρακτηρισμός των λευκών από τους ινδιάνους. βλέπω κτ. χλωμό, ως απάντηση που δηλώνει αμφιβολία πραγματοποίησης ή και ματαίωση: Θα σε δω αύριο; - Mπα, χλωμό το βλέπω. χλωμούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ.

[μσν. χλομός < *φλομός (ανομ. χειλ. συμφ. [f-m > x-m] ) < ελνστ. φλόμος (από το κιτρινωπό χρώμα του) με μετακ. τόνου κατά το τονικό σχ.: ουσ. - επίθ.: κάστανο - καστανός, ψάρι - ψαρός· χλωμ(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες