Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "χερουβικός -ή -ό"
1 εγγραφή
χερουβικός -ή -ό [xeruvikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στα Xερουβείμ: ~ ύμνος. Xερουβικά τάγματα. || (ως ουσ.) το χερουβικό, ο χερουβικός ύμνος, που τον ψάλλει ο χορός την ώρα που ο ιερέας ετοιμάζεται για τη μεγάλη είσοδο στη Θεία Λειτουργία και που αρχίζει με το «Οι τα Xερουβείμ». 2. (μτφ.) πολύ όμορφος, αγγελικός: Ξανθό, χερουβικό κεφάλι.

[λόγ. < ελνστ. χερουβικός (στη σημ. 1α· 1β: μσν. χερουβικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. χερουβικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες