Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "χαρτο-"
2 εγγραφές [1 - 2]
χαρτο- 1 [xarto] & χαρτό- [xartó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & χαρτ- [xart], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1α. αναφέρεται στο χαρτί ως βιομηχανικό προϊόν: ~βιομηχανία, χαρτόμαζα, ~ποιία, ~πολτός· χαρτέμπορος, χαρτεμπόριο, χαρτεμπορία. β. είναι φτιαγμένο από χαρτί: ~κιβώτιο, ~μάντιλο, ~νόμισμα, ~πετσέτα, ~σακούλα, χαρταετός. || για εργασία που γίνεται με χαρτί: χαρτόδετος· ~δεσία. γ. είναι κατάλληλο για το χαρτί: ~κόπτης. 2. (μειωτ.) αναφέρεται στα έγγραφα των δημόσιων υπηρεσιών: ~βασίλειο. 3. αναφέρεται στα χαρτικά ως γραφική ύλη: ~βιβλιοπωλείο, ~θήκη, ~φάκελος. 4. αναφέρεται στα χαρτιά, στην τράπουλα: ~μαντεία, ~παίγνιο, ~παίκτης, ~παιξία· ~παικτικός. || ~ρίχτρα. || (μειωτ.) ~κλέφτης, χαρτόμουτρο.

[1-3: λόγ. < ελνστ. χαρτο- θ. του ουσ. χάρτ(ης) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. χαρτο-πώλης `έμπορος παπύρων΄, μσν. χαρτ-ουλάριος `επόπτης αρχείων΄ & μτφρδ.: χαρτο-νόμισμα < αγγλ. papermoney· 4: θ. του ουσ. χαρτ(ί)3 -ο-]

χαρτο- 2 : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στους γεωγραφικούς χάρτες: ~γράφος· ~γραφώ· ~γράφηση, ~γραφία.

[λόγ. < γαλλ. carto- (στη νέα σημ.) < λατ. charta < ελνστ. χάρτ(ης) (δες λ.) -ο- ως α' συνθ.: χαρτο-γράφος < γαλλ. cartographe]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες