Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαμερπής -ής -ές [xamerpís] Ε10 : (λόγ.) που βρίσκεται σε πολύ χαμηλό ηθικό επίπεδο· πρόστυχος, τιποτένιος: ~ άνθρωπος / συκοφάντης / χαρακτήρας.
[λόγ. < ελνστ. χαμερπής `που σέρνεται στο χώμα΄ (κυριολ.) σημδ. γαλλ. rampant]