Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "χαμερπής -ής -ές"
1 εγγραφή
χαμερπής -ής -ές [xamerpís] Ε10 : (λόγ.) που βρίσκεται σε πολύ χαμηλό ηθικό επίπεδο· πρόστυχος, τιποτένιος: ~ άνθρωπος / συκοφάντης / χαρακτήρας.

[λόγ. < ελνστ. χαμερπής `που σέρνεται στο χώμα΄ (κυριολ.) σημδ. γαλλ. rampant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες